-
1 καθ-αρμόζω
καθ-αρμόζω, daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καϑήρμοστο Rhes. 767.
-
2 δειρά
δειρά, Ionisch δειρή, ἡ, der Hals. Das Wort ist entstanden aus ΔΕΡΙΑ, Wurzel Δερ-, δέρω, δείρω, entstanden aus ΛΕΡΊΩ, vgl. ἡ δέρα, δέρη, Nebenform von δειρή; Etymol. m. s. v. Δέρη p. 257, 1 κυρίως δὲ δέρη καὶ δειρά καλεῖται ἐπὶ τῶν τετραπόδων, ὁ τῶν ἀλόγων ζῴων τράχηλος, διὰ τὸ ἐντεῦϑεν ἐκδέρεσϑαι· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ ἀνϑρώπων; vgl. Cram. An. Oxon. 3, 91, 20; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 32 Δειρή ὁ τράχηλος. κέκληται δὲ ἀπὸ τῶν τετραπόδων, διὰ τὸ ἀπὸ τούτων τῶν μερῶν ἄρχεσϑαι δείρεσϑαι. Homer gebraucht δειρή von Göttern, Menschen und Thieren: Iliad. 3, 396 ϑεᾶς περικαλλέα δειρήν, Aphrodite; 19, 285 ἁπαλὴν δειρήν, Briseis; Odyss. 22, 472 δειρῇσι, Mägde des Odysseus; 23, 208 δειρῇ, Odysseus; Iliad. 3, 371 ἁπαλὴν δειρήν, Paris; 18, 177 ὰπαλῆς δειρῆς, Patroklus; 13, 202 ἁπαλῆς δειρῆς, der Troer Imbrios; 12, 204 δειρήν, Adler; Odyss. 2, 153 δειράς, zwei Adler; 12, 90 ἓξ δειραὶ περιμήκεες, Scylla. – Folgende: Eurip. Hecub. 154 χρυσοφόρου δειρῆς, Polyrena; Hesiod. Th. 727 δειρήν, Tartarus; Sp. Ep., z. B. Apoll. Rhod. 4, 127 περιμήκεα τείνετο δειρὴν ὄφις. – Wegen der Aehnlichkeit mit einem Halse hießen auch Bergrücken δειραί; die zugehörigen Kuppen und Bergspitzen sind gleichsam die Köpfe dieser »Hälse« oder »Nacken«: Pind. Ol. 3, 28. 4, 63; Nicand. Th. 502. Vgl. δειράς, άδος.
См. также в других словарях:
δέρα — δέρᾱ , δέρος neut nom/acc pl (doric aeolic) δέρᾱ , δειρή neck fem nom/voc/acc dual (aeolic) δέρᾱ , δειρή neck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερά — δερά̱ , δειρή neck fem nom/voc/acc dual (attic) δερά̱ , δειρή neck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρᾳ — δέραι , δειρή neck fem nom/voc pl (aeolic) δέρᾱͅ , δειρή neck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέρᾳ — Δέραι , Δέραι fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεράων — Δερά̱ων , Δέραι fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεράων — δερά̱ων , δειρή neck fem gen pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέραν — δέρᾱν , δειρή neck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέρας — Δέρᾱς , Δέραι fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ … Dictionary of Greek
δέρας — δέρος neut nom sg δέρᾱς , δειρή neck fem acc pl (aeolic) δέρᾱς , δειρή neck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεόφρων — μελεόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ , ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + φρων… … Dictionary of Greek