-
41 поплакать
поплакатьсов κλαίω λίγο, χύνω λίγα δάκρυα -
42 поток
потокм1. τό ρεϋμα, τό ποτάμι / ὁ χείμαρρος (горный):\поток слез ποτάμι ἀπό δάκρυα· дождь льет \потоками βρέχει μέ τό τουλούμι·2. перен τό ρεϋμα, τό πλήθος, ἡ ἀφθονία:людской \поток ἡ ἀνθρωποθάλασσα, ἡ κοσμοπλημμύρα, ἡ συρροή· \поток слов ἡ λογοδιάρροια· ◊ световой \поток физ. ἡ δέσμη φωτός. -
43 проливать
проливатьнесов χύνω, χέω:\проливать воду на пол χύνω τό νερό στό πάτωμα· \проливать горькие слезы χύνω πικρά δάκρυα· ◊ \проливать кровь χύνω αίμα· \проливать свет На что́-л. ρίχνω φως πάνω σέ κάτι, διαλευκαίνω, ξεκαθαρίζω. -
44 ронять
ронятьнесов1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:\ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:\ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'3. (лишаться чего-л.):\ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:\ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα. -
45 ручей
руч||ейм τό ρυάκι, ὁ ρύαξ / перен τό ποταμάκι, ὁ χείμαρρος:лить слезы \ручейьем χύνω ποτάμι τά δάκρυα. -
46 сдержать
сдержатьсов, сдерживать несов1. (συγ)κρατῶ (тж.^ перен), ἀναχαιτίζω:\сдержать натиск противника συγκρατώ τήν ὁρμή τοῦ ἀντιπάλου· \сдержать слезы συγκρατώ τά δάκρυα μου·2. (слово, обещание и т. ἡ.) κρατώ, τηρώ. -
47 смех
смехм τό γέλιο, ὁ γέλως:раскатистый \смех ἔκκρηξη γέλιου· разражаться \смехом ξεσπάνω στά γέλια· покатываться со \смеху ξεκαρδίζομαι στά γέλια· умирать со́ \смеху σκάνω ἀπό τα γέλια· \смех сквозь слезы γέλια καί δάκρυα μαζύ, γιά νά γελάς καί νά κλαις· ◊ поднимать на \смех кого́-л. γελοιοποιώ κάποιον \смеха ради γιά πλάκα, γιά ἀστεΐα· ку́рам на \смех εἶναι γιά νά γελἄν οἱ κόττες. -
48 течь
теч||ь Iнесов χύνομαι, τρέχω, κυλάω/ ρέω (о реке и т. ἡ.) στάζω, σταλάζω (сочиться, вытекать):слезы теку́т τά δάκρυα χύνονται· кровь \течьет из раны τό αίμα τρέχει ἀπ' τήν πληγή· с меня пот \течьет градом ὁ ίδρωτας τρέχει ποτάμι· река \течьет τό ποτάμι κυλάει (или ρέει)·2. (о времени) κυλάω, περνώ:дни теку́т однообразно οἱ μέρες κυλάνε μονότονα· время \течьет ὁ καιρός περνᾶ·3. (пропускать воду) κάνω νερά, τρέχω (о судне)! στάζω (о крыше, бочке и т. п.)/ βάζω νερό (о галошах)· ◊ мысли теку́т οἱ σκέψεις κυλάνε· у меня слюнки теку́т разг τρέχουν τά σάλια μου.течь II ж τό ρήγμα, ἡ διαρροή:\течь в корабле τό ρήγμα πλοίου· корабль дал \течь τό πλοίο κάνει νερά· заделать \течь καλαφατίζω τό ρήγμα. -
49 туманить
туман||итьнесов1. σκεπάζω μέ ὁμίχλη, καταχνιάζω·2. перен θολώνω:слезы \туманитьят взор τά δάκρυα θολώνουν τό βλέμμα. -
50 утирать
утиратьнесов σκουπίζω, σφουγγίζω:\утирать слезы σφουγγίζω τά δάκρυα \утираться σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. -
51 хлынуть
хлыну||тьсое.1. (о жидкости) (ξε)χύνθμαι, τινάζομαι, ἀναβλύζω:слезы \хлынутьли у него из глаз δάκρυα ἀνάβλυσαν ἀπό τά μάτια του· дождь \хлынутьл ἀρχισε νά βρέχει ραγδαία· вода́ \хлынутьла из кра́иа τό νερό ξεχύθηκε ἀπό τή βρύση·2. (о толпе) χύνομαι. -
52 crocodile tears
(pretended tears of grief.) κροκοδείλια δάκρυα -
53 in tears
(crying or weeping: She was in tears over the broken doll.) με δάκρυα στα μάτια -
54 tearfully
adverb με δάκρυα -
55 weep
[wi:p]past tense, past participle - wept; verb(to shed tears: She wept when she heard the terrible news; They wept tears of happiness.) κλαίω, χύνω δάκρυα -
56 безудержный
κ. безудержный, επ., эр:-жен, -жна, -жноακράτητος, ασυγκράτητος, ασταμάτητος•-ые рыдания и слезы ακράτητοιλυγμοί και δάκρυα•
безудержный смех ακράτητο γέλιο.
-
57 вогнать
вгоню, вгонишь, παρλθ. χρ. вогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα•-кур во двор βάζω τις κότες στην αυλή•
вогнать свиней в свинарник βάζω τους χοίρους στο χοιροστάσιο.
2. μπήγω•вогнать гвоздь в ящик μπήγω καρφί στο κασόνι.
3. φέρνω στο σημείο να..., κάνω να... вогнать в слезы φέρνω ως τα δάκρυα, κάνω να δακρύσει•вогнать в чахотку κάνω να χτικιάσει, χτίκιάζω κάποιον•
вогнать в пот κάνω κάποιον να ιδρώσει, ιδρώνω•
вогнать в краску κάνω να κοκκινίσει (από ντροπή).
-
58 воля
-и θ.1. θέληση, βούληση, βουλή•сила -и η δύναμη της θέλησης.
2. επιθυμία, απαιτητικότητα•считаться с -ей избирателей παίρνω υπ’ όψη τη θέληση των εκλογέων.
3. δικαίωμα, διάθεση•это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας.
4. ελευθερία•выпустить на волю αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω.
5. απελευθερία (δούλων).εκφρ.на -е – έξω, στον καθαρόαέρα•с -и – απ’ έξω•брать (взять) -ю – παίρνω θάρρος, θαρεύω•дать -ю слезам – αφήνω ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν•дать -ю рукам – α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση•воля ваша – όπως θέλετε•- ю судеб – οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης. -
59 выдавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•выдавить лимон στίβω το λεμόνι,
μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•
выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•
из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.
2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα. -
60 высохнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. высох, -ла, -ло, ρ.σ.1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•белье -ло τα ρούχα στέγνωσαν.
|| στειρεύω, στερεύω•слезы -ли τα δάκρυα στέρεψαν.
2. (για φυτά) μαραίνομαι, μαραγκιάζω.3. μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, λιώνω•он -ул от тоски αυτός μαράθηκε από τη θλίψη.
См. также в других словарях:
δάκρυα — δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροκοδείλου δάκρυα. — См. Слезы крокодиловы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δάκρυ' — δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυϊ , δάκρυον tear neut dat sg δάκρυε , δάκρυον tear neut nom/voc/acc dual δάκρῡε , δακρύω weep pres imperat act 2nd sg δάκρῡε , δακρύω weep imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek
άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… … Dictionary of Greek
αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia