-
1 Δωρω
- οῦς ἥ шутл. Доро ( богиня взяточничества) Arph. -
2 δωρώ
-
3 δώρῳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δώρῳ
-
4 αρεσκω
1) улаживать, исправлять2) умиротворять, удовлетворять, умилостивлять(τινὰ δώρῳ Hom.; βωμοῖς θεούς Aesch.; med. φρένα, αἵματος Hes.)
3) med. примирять с собой, располагать к себе(τινα δώροισιν Hom.; θεοὺς ἱεροῖς Xen.)
4) pass. удовлетворяться, быть довольным(τινι Her., Plat.)
5) реже med.-pass. быть угодным, быть по душе, нравитьсяτῷ τοῦτ΄ ἤρεσεν ; Soph. — кому это оказалось по душе?, т.е. кому это пришло в голову?;μηδὲν ἀρέσκον λέγειν Thuc. — делать неприемлемые предложения, т.е. не прийти к соглашению;τὰ ἀρέσκοντα и τὰ ἀρέσαντα Plut. — личные мнения, взгляды6) быть приятным, угождать, сообразоваться, приноравливаться(τοῖς κρατοῦσιν Eur.; τρόποις τινός Dem.)
См. также в других словарях:
Δωρῶ — Δωρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Δωρώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Δωρώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρῶ — δωρέω give pres subj act 1st sg (attic epic doric) δωρέω give pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώρῳ — δῶρον gift neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωροῖ — Δωρώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωροῦ — Δωρώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρῶν — Δωρώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησιδωρώ — μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, έω (Α) προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) + δωρῶ (< δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλο δωρώ] … Dictionary of Greek
Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… … Deutsch Wikipedia