Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δύσκολα

  • 21 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

  • 22 едва

    επίρ. κ. σύνδ. υποτακ.
    1. μόλις.
    2. ελάχιστα•

    он едва хромает αυτός ελάχιστα (πολύ λίγο) κουτσαίνει.

    3. με δυσκολία, δύσκολα•

    он едва ходит αυτός μόλις μπορεί και βαδίζει.

    4. παραλίγο, λίγο έλειψε να•

    он едва не упал αυτός παραλίγο να πέσει•

    εκφρ.
    едва едва едва – (επιτακ.) μόλις-μόλις•
    едва ли – είναι αμφίβολο•
    едва ли он придет скоро – αμφιβάλλω αν θα έρθει γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > едва

  • 23 круто

    επίρ.
    απότομα• ξαφνικά. || σφιχτά. || έντονα• δυνατά, ισχυρά.
    εκφρ.
    круто посолить ή круто посыпать солью – ρίχνω πολύ αλάτι•
    круто приходится кому? – δύσκολα είναι για κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > круто

  • 24 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

  • 25 мрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σκοτεινός, σκοταδερός•

    -ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ые годы δύσκολα χρόνια.

    2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•

    мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.

    3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•

    -ые мысли μαύρες σκέψεις•

    -ое прошлое μαύρο παρελθόν•

    -ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.

    Большой русско-греческий словарь > мрачный

  • 26 мудрено

    1. επίρ. δύσκολα, δυσχερώς.
    2. ως κατηγ. είναι δύσκολο.
    εκφρ.
    мудрено ли – άραγε είναι περίεργο, παράξενο•
    не мудрено; не мудрено, что... – δεν είναι δυσνόητο ότι..., είναι ευκολονόητο.

    Большой русско-греческий словарь > мудрено

  • 27 недёшево

    επίρ.
    όχι φτηνά• ακριβά. || μτφ. δύσκολα, με πολλές δυσκολίες• δυσχερώς•

    это мне досталось недёшево αυτό μου στοίχισε πολύ ακριβά (έγινε με μεγάλες δυσκολίες).

    Большой русско-греческий словарь > недёшево

  • 28 нелегко

    επίρ.
    1. όχι εύκολα δύσκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. (ψυχικά) είναι βαρύ, υποφέρει•

    ему нелегко αυτός υποφέρει.

    Большой русско-греческий словарь > нелегко

  • 29 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 30 проворачивать

    ρ.δ.
    βλ. проворотить.
    1. περιστρέφομαι, βιδώνομαι ώσπου δεν παίρνει άλλο.
    2. προωθούμαι, κινούμαι δύσκολα. || πραγματοποιούμαι• γίνομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > проворачивать

  • 31 растить

    ращу, растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.δ.μ. αναθρέφω, μεγαλώνω•

    трудно было вдове своих детей δύσκολα ήταν στη χήρα να μεγαλώσει τα παιδιά της.

    || καλλιεργώ, παράγω•

    растить он растит чветы на продажу αυτός καλλιεργεί λουλούδια για πούλημα.

    || αναπτύσσω, δημιουργώ, φτιάχνω•

    растить кадры αναπτύσσω στελέχη.

    Большой русско-греческий словарь > растить

  • 32 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 33 труд

    α.
    1. εργασία, δούλε ιά•

    физический труд χειρωνακτική εργασία•

    умственный труд πνευματική εργασία•

    намный труд μισθωτή εργασία•

    производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•

    орудия -а εργαλεία της δουλειάς•

    плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•

    разделение -а καταμερισμός εργασίας•

    жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.

    || πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.
    2. έργο•

    научный труд επιστημονική εργασία.

    3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•

    с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•

    взять на себя -κάνω τον κόπο.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•
    с -ом – με κόπο, δύσκολα•
    египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων).

    Большой русско-греческий словарь > труд

  • 34 трудновато

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αρκετά δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > трудновато

  • 35 туго

    1. επίρ. σφιχτά, τεζαριστά.
    2. ως κατηγ. είναι δύσκολα (ζόρ ικα)•

    с деньгами у него туго αυτός δυσκολεύεται (ζορίζεται) από χρήματα.

    εκφρ.
    туго натуго – πάρα πολύ σφιχτά•
    накрахмаленный – σκλήρυνε από το κολάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > туго

  • 36 тугодум

    α.
    ο δύσκολα αντιλαμβανόμενος που δεν παίρνει στροφές (το μυαλό), βραδύνους, δύσνους, αμβλύνους.

    Большой русско-греческий словарь > тугодум

  • 37 тугой

    επ., βρ: туг, туга, туго; туже.
    1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•

    -ая струна τεντωμένη χορδή•

    тугой пояс σφιχτή ζώνη•

    тугой узел σφιχτός κόμπος•

    -йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•

    тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.

    2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.
    3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.
    4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•

    тугой человек σφιχτός άνθρωπος.

    || μτφ. δύσκολος, βαρύς•

    -йе времена τα δύσκολα χρόνια.

    εκφρ.
    тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•
    тугой на ухо – βαρύκουος.

    Большой русско-греческий словарь > тугой

  • 38 тяжело

    1. επίρ. βαριά, δύσκολα.
    2. ως κατηγ. είναι βαρύ, δύσκολο•

    мне тяжело поднимать такой большой чемондан μου είναι δύσκολο να σηκώσω τέτοια μεγάλη βαλίτσα•

    он тяжело болен αυτός είναι βαριά άρρωστος•

    мне тяжело в голове έχω ένα βάρος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > тяжело

  • 39 уламывать

    ρ.δ.
    βλ. уломать.
    πείθομαι δύσκολα, είμαι δυσκολόπιστός.

    Большой русско-греческий словарь > уламывать

  • 40 шутка

    θ., γεν. πλθ. шуток.
    1. αστείο, αστεϊσμός, χωρατό• χαριεντισμός•

    забавная -φαιδρό αστείο (καλαμπούρι)•

    невинная шутка αθώο (άκακο) αστείο•

    злая шутка μοχθηρό αστείο•

    шутка глупая шутка κουτό αστείο•

    мне не до -ток δεν κάνω (δε δέχομαι) αστεία•

    он не на -у рассердился αυτός θύμωσε στα σοβαρά (όχι στ αστεία)•

    он не понимает -ток αυτός δεν καταλαβαίνει από αστεία•

    остроумная шутка πολύ έξυπνο αστείο•

    обращать всё в -у τα γυρίζω όλα στ αστείο.

    2. μικρό κωμικό έργο.
    εκφρ.
    в -у – αστεία (όχι σοβαρά)•
    не шутка – (ως κατηγ.) δεν είναι αστείο (είναι πολύ σοβαρό)•
    на (или не в) -у – όχι στ σ.στεία (σοβαρά)•
    - и в сторону – τ αστεία στη μπάντα (κατά μέρος)•
    шутка -ой – ήшуткаи -ами τ αστεία ειν αστεία, (όμως...)• радишуткаи χάρη αστειότητας•шуткаи с ним плохи αυτός δε σηκώνει αστεία (παραξηγεί-ται)•шуткаи прочь! άσε τ αστεία•
    шутка ли – δεν είναι αστεία, δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολα τα πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > шутка

См. также в других словарях:

  • δύσκολα — δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκολ' — δύσκολα , δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl δύσκολε , δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκατέργαστος — η, ο (AM δυσκατέργαστος, ον) αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία μσν. (για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος αρχ. 1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά 2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • δύσκαμπτος — η, ο (AM δύσκαμπτος, ον) 1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος») 2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας») 3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου») αρχ. αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται… …   Dictionary of Greek

  • δύσλυτος — η, ο (AM δύσλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά») 2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.) 2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση …   Dictionary of Greek

  • δυσαπολόγητος — δυσαπολόγητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τόν υπερασπίσουν 2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει 3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος …   Dictionary of Greek

  • δυσαπόδοτος — η, ο (AM δυσαπόδοτος, ον) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες») νεοελλ. 1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται 2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάθετος — η, ο (AM δυσδιάθετος, ον) αυτός που δύσκολα διατίθεται, τοποθετείται («δυσδιάθετα κεφάλαια») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κατατάσσεται ή τακτοποιείται 2. (για γυναίκα) αυτή που δύσκολα αποκαθίσταται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»