-
41 ἐξαναδύνω
ἐξ-ανα-δύνω, aor. 2 part. - δύς, fem. pl. - δῦσαι: emerge from; ἁλός, δ , Od. 5.438.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξαναδύνω
-
42 ἐξαποδύνω
ἐξ - απο - δύνω: put off; εἵματα, Od. 5.372†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξαποδύνω
-
43 δυσμή
δυσμή, ῆς, ἡ the action of appearing to sink and so disappear from view, going down, setting (of the sun) (s. δύνω; Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, LXX), also as direction of the setting sun, west (Aeschyl. et al.) in our lit. (also LXX, En, TestSol 1:2 and 4 VW; TestJud 5:2; GrBar 8:1; Philo; Jos., e.g. Ant. 3, 199; 7, 16; SibOr, e.g. 4, 102; 5, 371 and 374; Just., D. 137, 4) exclusively pl., elsewh., nearly so (opp. ἀνατολαί) of east and west (BGU 1049, 8; Ps 106:3; TestJud 5:2) Mt 8:11; Lk 13:29; ἀπὸ δ. in the west Rv 21:13 (s. ἀπό 2a). ἐπὶ δυσμῶν in the west (cp. Num 22:1; 33:48; Dt 11:24, 30) Lk 12:54. Of lightning that flashes across the whole sky ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δ. it comes fr. the east and shines to the west Mt 24:27 (cp. 1 Ch 12:16; Bar 4:37).—B. 871. DELG s.v. δύω. M-M. -
44 δύω
δύω s. δύνω.
См. также в других словарях:
δύνω — (AM) δύω* … Dictionary of Greek
δύνω — δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd sg δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δύ̱νω , δύω 2 cause to sink aor subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
поныряю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. δύνω) ныряю, погружаюсь, проскальзываю, вкрадываюсь … Словарь церковнославянского языка
αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek
αποδύνω — ἀποδύνω (Α) [δύνω] αφαιρώ ένδυμα, ξεντύνω … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
εννυχεύω — ἐννυχεύω (Α) [έννυχος] 1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου 2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.) 3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek