-
121 μνησικακητικός
A = μνησίκακος, δύναμις Arr.Epict. 4.5.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνησικακητικός
-
122 μορφωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορφωτικός
-
123 νεκρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκρωτικός
-
124 νιτρώδης
2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387.II epith. of Nymphs,Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιτρώδης
-
125 νοοποιός
νοο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοοποιός
-
126 νωχελής
νωχελ-ής, ές,A slow-moving, sluggish, dull,αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19
;τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141
, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ;Κρόνου ν. δύναμις Porph.
ap. Eus.PE3.11 ;πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or. 800
(troch.) ;ν. βάρος Nic.Th. 162
;νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391
;ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.
;ἔκλαμψις-εστέρα Placit.3.3.12
(v.l. νωθεστέρα).II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 ( νοχ- codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωχελής
-
127 ξηραντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξηραντικός
-
128 οἰκειωτικός
2 adapting,οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκειωτικός
См. также в других словарях:
Δύναμις — (dynamis) (греч.) возможность (ср. ). Также сила, способность, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
δύναμις — power fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμις — δυνάμῑς , δύναμις power fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυνάμει — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (attic epic) δυνάμεϊ , δύναμις power fem dat sg (epic) δύναμις power fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμίων — δύναμις power fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεε — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεσι — δύναμις power fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεσιν — δύναμις power fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)