Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δόσεις

  • 1 δοσις

         δόσις
        - εως ἥ
        1) дача
        

    τοῦ φαρμάκου δ. Plat. — прием лекарства;

        δ. θεοῖς Plat. — принесение даров богам;
        ἥ δ. τῶν χρημάτων Her. — предоставление денежных средств;
        μισθοῦ δ. Thuc. — выдача жалования;
        ἥ τῆς παρακαταθήκης δ. Arst.внесение залога

        2) дар
        

    (δ. ὀλίγη τε φίλη τε Hom.; θεῶν εἰς ἀνθρώπους δ. Plat.)

        κληρονομίαι οὐ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος εἰσίν Arst. — наследства распределяются не в порядке дарения, а на основании родства

        3) доля, часть

    Древнегреческо-русский словарь > δοσις

  • 2 δόση

    [-ις (-εως)] η
    1) см. δόσιμο[ν];

    δόσις όρκου — дача клятвы;

    2) порция, доза (лекарства и т. п.);

    δόση ραδιενέργειας — доза радиации;

    μετρητής δόσεως ραδιενεργείας — рентгенометр;

    3) очередной взнос (при рассрочке);

    με δόσεις — в рассрочку;

    4) небольшое количество;

    έχει δόσ τρέλλας — он слегка помешан;

    έχει δόση φιλαργυρίας — он малость скуповат

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δόση

  • 3 πληρώνω

    μετ.
    1) платить, выплачивать, оплачивать; расплачиваться;

    πληρώνω τα έξοδα — возмещать расходы;

    πληρώνω τα χρέη μου — расплачиваться с долгами;

    πληρώνω τοίς μετρητοίς (με δόσεις, σε είδος) — платить наличными (в рассрочку, натурой);

    πληρώνω τον λογαριασμό — платить по счёту;

    πόσο οφείλω να πληρώσω; — сколько с меня причитается?, сколько с меня следует?;

    2) перен. платить, расплачиваться; оплачивать;

    πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα — платить кому-л. той же монетой;

    τού

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πληρώνω

См. также в других словарях:

  • δόσεις, πώληση με- — Ειδική μορφή καταναλωτικής πίστωσης, που επιτρέπει στον αγοραστή να αποκτήσει ένα εμπόρευμα καταβάλλοντας στον πωλητή μόνο ένα μέρος της τιμής του, με την υποχρέωση να πληρώσει το υπόλοιπο σε έναν καθορισμένο αριθμό δόσεων, σε κανονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • δόσεις — δόσις giving fem nom/voc pl (attic epic) δόσις giving fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μισθοπιπράσκω — (Α) πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»