-
41 σκαζω
1) хромать, ковылять Hom., Plut.σ. πρὸς τέν θεραπείαν Luc. — ковыляя идти на работу
2) нетвердо держаться (на ногах), шататься(δόμος σκάζων Anth.)
3) стих. хромать, быть неровным, неритмичным(σκάζοντα μέτρα Anth.)
-
42 στεγω
(преимущ. praes. и impf.; fut. στέξω, aor. ἔστεξα; редко med.)1) быть плотно закрытым, (водо)непроницаемым(νῇες στέγουσαι Thuc.)
2) задерживать, не пропускать (внутрь или наружу)(στέγεσθαι ὄμβρους Pind.)
δόμος ἅλα στέγων Aesch. — не пропускающее морской воды судно;δάκρυον ὄμματ΄ οὐκέτι στέγει Eur. — глаза уже не могут удержаться от слез;μέ στεγόντα (sc. ἀγγεῖα) Eur. — дырявые сосуды;οὐ δυνάμενος σ. διὰ λήθην Plat. — не могущий (ничего) удержать вследствие забывчивости3) отражать, отбивать(ἐχθρούς Aesch.; τέν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων Polyb.)
σ. τὰς πληγάς Arph. — защищать от ран4) прикрывать, охранять, защищать, оберегать(πόλιν Soph.; τὰ σώματα Xen.)
5) выдерживать, выносить(βάρος Polyb.; νόσον Anth.; πάντα NT.)
6) прятать, скрывать(ὑπὸ σκότῳ τι Eur.; τὸ αἰσχρόν Soph.)
σιγῇ σ. Soph. — умалчивать, хранить в тайне7) содержать в себе, вмещатьσ. πλήρωμά τι Eur. — быть чем-л. наполненным
-
43 Στυγιος
-
44 τυραννικος
I31) принадлежащий тиранну(δόμος Eur.)
2) присущий тираннуτρόποις τυραννικοῖς Aesch. — как пристало тиранну
3) тираннический, самовластный(νόμος Plat.)
4) обладающий властью тиранна(ἀνήρ Plat.)
5) стремящийся к установлению тираннии(ξυνωμοσία Thuc.). - см. тж. τυραννικά и τυραννικόν
IIὅ приближенный тиранна Luc. -
45 υδατοεις
-
46 φρουροδομος
-
47 χαλκειος
-
48 χηρος
-
49 χρυσαυγης
-
50 πρόδομος
См. также в других словарях:
δόμος — domus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek
δομός — το το τμήμα τού αγρού που ορίζεται κάθε φορά για καλλιέργεια … Dictionary of Greek
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
δόμω — δόμος domus masc nom/voc/acc dual δόμος domus masc gen sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμε — δόμος domus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμοι — δόμος domus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμοιο — δόμος domus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμοις — δόμος domus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμοισι — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμοισιν — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)