Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δόλος

  • 1 обман

    обман
    м в разн. знач. ἡ ἀπάτη, τό ξεγέλασμα, ὁ δόλος, ἡ κατεργαριά:
    \обман зрения ἡ ὁπτική ἀπάτη· не даться в \обман δέν ξεγελιέμαι· вводить кого-л. в \обман ἐξαπατώ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обман

  • 2 хитрость

    хитрост||ь
    ж
    1. ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά·
    2. (уловка, прием) ἡ πονηριά, ὁ δόλος, τό τέχνασμα:
    военная \хитрость τό στρατήγημα, τό στρατηγικό τέχνασμα· взять \хитростьью καταφέρνω κάτι μέ πονηριά· пуститься на \хитростьи χρησιμοποιώ πονηριά·
    3. (изобретательность, искусность) ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ ἐξυπνάδα·
    4. (трудность, сложность) ἡ δυσκολία, τό πολύπλοκο· ◊ вот в чем \хитрость νά ποῦ εἶναι τό κουμπί· не велика \хитрость! σπουδαίο πράμα!

    Русско-новогреческий словарь > хитрость

  • 3 guile

    (the ability to deceive or trick people: She used guile to get him to propose to her.) δόλος
    - guilelessly
    - guilelessness

    English-Greek dictionary > guile

  • 4 malice

    ['mælis]
    (the wish to harm other people etc: There was no malice intended in what she said.) κακία,δόλος
    - maliciously

    English-Greek dictionary > malice

  • 5 западня

    θ.
    1. παγίδα, φάκα, δόκανο. || μτφ. ενέδρα, δόλος, απάτη.
    2. (διαλκ.) γλαβανή, καταπακτή.

    Большой русско-греческий словарь > западня

  • 6 ловушка

    θ.
    παγίδα, πλεκτάνη, φάκα. || μτφ. απάτη, δόλος, δολοπλοκία•

    поставить -у στήνω παγίδα•

    попасть в -у πέφτω στην παγίδα.

    || ενέδρα, καρτέρι.

    Большой русско-греческий словарь > ловушка

  • 7 мышеловка

    θ.
    ποντικοπαγίδα, ξυλόγα-τα, φάκα. || μτφ. πονηριά, δόλος, τέχνασμα.

    Большой русско-греческий словарь > мышеловка

  • 8 надувательство

    ουδ.
    απάτη λωποδυσία δόλος, πονηριά• τέχνασμα.

    Большой русско-греческий словарь > надувательство

  • 9 обман

    α.
    1. απάτη, φενάκη, κατεργαριά ψευτιά, δόλος, ξεγέλασμα•

    добиться чего—л. -ом κατορθώνω κάτι με απάτη•

    впасть в обман ξεγελιέμαι, την πατώ.

    2. παραπλάνηση, εξαπάτηση•

    вести в обман παραπλανώ, εξαπατώ.

    3. πλάνη•

    обман чувств πλάνη των αισθήσεων, ψευδαίσθηση•

    обман зрения οφθαλμαπάτη.

    Большой русско-греческий словарь > обман

  • 10 художество

    ουδ.
    1. παλ. • Τέχνη. || καλλιτεχνία•

    академия -еств Ακαδημία Καλών Τεχνών.

    2. παλ. • τεχνική εκτέλεση, μαστοριά.
    3. τέχνασμα, μηχάνευμα, κόλπο• δόλος.

    Большой русско-греческий словарь > художество

  • 11 Catch

    v. trans.
    P. and V. αἱρεῖν, λαμβνειν, καταλαμβνειν, συλλαμβνειν, Ar. and V. μάρπτειν.
    Seize: P. and V. ἁρπάζειν, συναρπάζειν.
    Catch by hunting: P. and V. θηρᾶν (or mid.) (Xen.), θηρεύειν, ἀγρεύειν (Xen.).
    Overtake: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Catch something thrown: P. and V. ἐκδέχεσθαι.
    Catch in the act: P. and V. ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, or use also P. and V. λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl. 260), αἱρεῖν, εὑρίσκειν, ἐφευρίσκειν, φωρᾶν, P. καταφωρᾶν.
    Be caught in the act: use also P. and V. λίσκεσθαι.
    Caught in the act: V. ἐπληπτος.
    Catch ( a disease): P. λαμβνειν (Dem. 294), ἀναπίμπλασθαι (gen.), P. and V. ἐπιλαμβνεσθαι (dat.), V. πλησθῆναι (dat.) (aor. pass. of πιμπλάναι), λαμβνεσθαι (dat.), ἐξαίρεσθαι (Soph., Trach. 491), κτᾶσθαι (Eur., Or. 305).
    So that the former soldiers also caught the disease from Hagnon's force: P. ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι ἀπὸ τῆς σὺν Ἅγνωνι στρατιᾶς (Thuc. 2, 58).
    Easy to catch, adj.: P. εὐάλωτος.
    Hard to catch, adj.: P. δυσάλωτος.
    This I deem a general's part to know well where his enemy may best be caught: V. τὸ δὲ στρατηγεῖν τοῦτʼ ἐγὼ κρίνω, καλῶς γνῶναι τὸν ἐχθρὸν ᾗ μάλισθʼ ἁλώσιμος (Eur., frag.).
    Be caught in a storm: P. and V. χειμάζεσθαι.
    V. intrans. P. ἐνέχεσθαι; see be entangled.
    The scythe caught somewhere in the tackling of the ship: P. τὸ δρέπανον ἐνέσχετό που ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι (Plat., Lach. 183E).
    Catch at: P. and V. λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.).
    Catch fire: P. and V. ἅπτεσθαι.
    Catch in: see be entangled in.
    Catch up, overtake, v. trans.: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Interrupt in speaking: P. ὑπολαμβάνειν.
    Snatch up: P. and V. ἁρπάζειν, ναρπάζειν; see Snatch.
    ——————
    subs.
    Trick: P. and V. πτη, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.).
    Thing caught: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Of a door: use P. and V. μοχλός, ὁ, Ar. and V. κλῇθρα, τά.
    Bolt pin: Ar. and P. βλανος, ἡ.
    Draught of fish: V. βόλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Catch

  • 12 Cheat

    v. trans.
    P. and V. πατᾶν, ἐξαπατᾶν, παργειν, κλέπτειν, Ar. and P. φενακίζειν, P. παρακρούεσθαι, γοητεύειν, Ar. and V. δολοῦν, V. φηλοῦν, παραταπᾶν, ἐκκλέπτειν; Ar. περιέρχεσθαι, ἐξαπατύλλειν; see Defraud, Beguile, Deceive.
    Baffle: P. and V. σφάλλειν, P. ἐκκρούειν.
    Be cheated, baulked of: P. and V. ψεύδεσθαι (gen.), σφάλλεσθαι (gen.), ποσφάλλεσθαι (gen.), μαρτνειν (gen.).
    He died in sorry plight by being cheated of his money: V. τέθνηκεν αἰσχρὸς χρημάτων ἀπαιόλῃ (Æsch., frag.).
    ——————
    subs.
    Trick: P. and V. πτη, ἡ, στροφή, ἡ, μηχνημα, τό, σόφισμα, τό, δόλος, ὁ (rare P.), Ar. and P. κλέμμα, τό; see Trick.
    One who cheats: P. ἀπατεών, ὁ, Ar. and P. σοφιστής, ὁ, P. and V. γόης, ὁ, V. φηλήτης, ὁ.
    Thief: P. and V. κλέπτης, ὁ; see Deceiver.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheat

  • 13 Craft

    subs.
    Trade: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Ply one's craft, v.: P. δημιουργεῖν (Plat.).
    Cunning, subs.: P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), πτη, ἡ, σόφισμα, τό, μηχνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see Craftiness.
    Plol, treachery: P. ἐπιβουλή, ἡ.
    Boat: see Boat.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Craft

  • 14 Cunning

    adj.
    P. and V. ποικλος (Plat.), πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός (Plat.), διπλοῦς (Plat.), Ar. and V. δόλιος, αἱμλος (once in Plat.).
    V. παλιντριβής, μηχανορρφος.
    fem. adj., V. δολῶπις; see also Skilful.
    Of workmanship: P. and V. ποικλος, V. δαίδαλος. εὔχειρ.
    ——————
    subs.
    P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), πατή, ἡ, σόφισμα, τό, μηχνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see Trick.
    Crafliness: Ar. πυκνότης, ἡ, P. and V. πανουργία, ἡ; see also Skill.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cunning

  • 15 Deceit

    subs.
    P. and V. πτη, ἡ. στροφή, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), μηχνημα, τό, σόφισμα, τό, Ar. and P. κλέμμα, τό; see Deceitfulness, Trick.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deceit

  • 16 Deceitfulness

    subs.
    P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), πατή, ἡ, Ar. and P. φενακισμός, ὁ, P. παράκρουσις, ἡ, ἐξαπατή, ἡ.
    Fraud: P. and V. πανουργία, ἡ.
    Artfulness: Ar. πυκνότης, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deceitfulness

  • 17 Design

    subs.
    Plan: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό, βουλή, ἡ, ἐπνοια, ἡ, ἔννοια, ἡ (Plat.), Ar. and P. δινοια, ἡ.
    Crafty design: P. and V. σόφισμα, τό, μηχνημα, τό, δόλος, ὁ (rare P.), V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see Trick.
    Crest: see Crest.
    Purpose, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Outline: P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, τύπος, ὁ.
    Representation, picture: P. and V. γραφή, ἡ.
    Plot: P. ἐπιβουλή, ἡ, ἐπιβούλευμα, τό.
    Have designs on, v.: P. and V. ἐπιβουλεύειν (dat.).
    Impression: P. and V. τπος, ὁ.
    With ulterior designs: see Designedly.
    ——————
    v. trans.
    Sketch in outline: P. ὑπογράφειν.
    Contrive: P. and V. μηχανᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, τεχνᾶσθαι, βουλεύειν, P. ἐκτεχνᾶσθαι, Ar. and V. μήδεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Design

  • 18 Diplomacy

    subs.
    Cleverness: Ar. and P. δεξιότης, ἡ, P. δεινότης, ἡ.
    Cunning: P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), V. τέχνη, ἡ; see Cunning.
    By diplomacy and decrees: P. πολιτείᾳ καὶ ψηφίσμασι (Dem. 254).
    Embassy: Ar. and P. πρεσβεία, ἡ.
    The results of one's diplomacy: P. τὰ πεπρεσβευμένα (Dem. 347).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diplomacy

  • 19 Dissimulation

    subs.
    Pretence of ignorance: P. εἰρωνεία, ἡ.
    Deceit: P. and V. πτη, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dissimulation

  • 20 Double-dealing

    subs.
    P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), πτη, ἡ; see Deceit.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Double-dealing

См. также в других словарях:

  • δόλος — bait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • δόλος — ο 1. η βούληση ή ο τρόπος για παραπλάνηση, πανουργία: Της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε χρησιμοποιώντας δόλο. 2. (νομ.), η εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, για την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι είναι άνομη: Είναι ένοχος, γιατί ενέργησε με δόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόλοι — δόλος bait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοιο — δόλος bait masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοις — δόλος bait masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισι — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισιν — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλον — δόλος bait masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλου — δόλος bait masc gen sg δολόω beguile pres imperat act 2nd sg δολόω beguile imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλους — δόλος bait masc acc pl δολόω beguile imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»