-
1 δωτήρ
-
2 δωτήρ
-
3 δοτήρ
-
4 δώτωρ
δώτωρ, ορος, ὁ, der Geb er; Homer einmal, Odyss. 8, 335 Ἑρμεία Διὸς υἱὲ διάκτορε, δῶτορ ἑάων; vgl. δωτήρ und δοτήρ; –. Hom. h. 17, 12 χαῖρ, Ἑρμῆ χαριδῶτα, διάκτορε, δῶτορ ἐάων; 29, 8 Ἀργειφόντα, Διὸς καὶ Μαιάδος υἱέ, ἄγγελε τῶν μακάρων, χρυσόῤῥαπι, δῶτορ ἐάων; Lucian. Cronosol. 14 ϑυόντων Διὶ πλουτοδότῃ καὶ Ἑρμῇ δώτορι καὶ Ἀπόλλωνι μεγαλοδώρῳ, – Theogn. 134 ϑεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων.
-
5 ἰθυ-κρηδέμνων
ἰθυ-κρηδέμνων νεῶν δωτήρ heißt Poseidon, Paus. 7,.21, 9, vielleicht "mit graden Segeln".
-
6 ἰθυκρηδέμνων
ἰθυ-κρηδέμνων νεῶν δωτήρ heißt Poseidon, vielleicht »mit graden Segeln«
См. также в других словарях:
δωτήρ — δωτήρ, ο (θηλ. δώτειρα, η) (Α) πάροχος, χορηγός … Dictionary of Greek
δωτήρ — giver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῆρ' — δωτῆρα , δωτήρ giver masc acc sg δωτῆρι , δωτήρ giver masc dat sg δωτῆρε , δωτήρ giver masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῆρα — δωτήρ giver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῆρας — δωτήρ giver masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῆρες — δωτήρ giver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῆρι — δωτήρ giver masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶτ' — δῶτε , δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl δῶται , δίδωμι Aër. aor subj mid 3rd sg δῶτε , δίδωμι Aër. aor ind act 2nd pl (epic) δῶτα , δώτης masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶτα — δώτης masc voc sg δώτης masc nom sg (epic) δωτήρ giver masc voc sg δωτήρ giver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
δώτης — δώτης, ο (Α) ο δωτήρ … Dictionary of Greek