-
1 βωλο-κόπος
βωλο-κόπος, Erdschollen zerschlagend, Cratin. bei St. B. v. Δωδώνη, Poll. 1, 245.
-
2 μαστίγιον
-
3 αἰπύ-νωτος
αἰπύ-νωτος Δωδώνη, auf hohem Berggipfel, Aesch. Prom. 882.
-
4 ἐπ-ήχησις
См. также в других словарях:
Δωδώνη — chatterbox fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδώνῃ — Δωδώνη chatterbox fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… … Dictionary of Greek
Δωδώνη — η αρχαία πόλη της Ηπείρου με σημαντικό μαντείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δωδώνηι — Δωδώνῃ , Δωδώνη chatterbox fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδωνέων — Δωδώνη chatterbox fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνα — Δωδώνη chatterbox fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶναι — Δωδώνη chatterbox fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνι — Δωδώνη chatterbox fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνος — Δωδώνη chatterbox fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶσιν — Δωδώνη chatterbox fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)