-
1 προμαντις
I- εως, ион. ιος adj. прорицающий, вещий(Δίκα Soph.; παῖς Λατοῦς Eur.)
π. θυμός Eur. — вещее сердцеII- εως, ион. ιος ὅ и ἥ жрец и жрица, прорицатель(ница)(ἥ π. ἥ ἐν Δελφοῖς Thuc.; Δωδωναίων αἱ προμάντιες Her.)
1 προμαντις
(Δίκα Soph.; παῖς Λατοῦς Eur.)
(ἥ π. ἥ ἐν Δελφοῖς Thuc.; Δωδωναίων αἱ προμάντιες Her.)