-
1 δωδεκετης
-
2 δωδεκετις
-
3 σεληνη
дор. σελάνᾱ (λᾱ), эол. σελάννα ἥ1) лунаσ. πλήθουσα Hom. и πεπληρωμένη Her. — полная луна;
πρὸς и εὴς τέν σελήνην Xen., Aeschin. — при лунном свете;νουμηνία κατὰ σελήνην Thuc. — начало лунного месяца2) поэт. месяцσελήνας δώδεκ΄ ἐκπληρουμένας Eur. — в течение полных двенадцати месяцев
3) «луночка» ( круглая лепешка) Eur.4) лунная трава(βοτάντ) σ. καλουμένη Plut.
См. также в других словарях:
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… … Hofmann J. Lexicon universale
επισέληνος — ἐπισέληνος, ον (Α) [σελήνη] μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.) … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκέτης — ὀκτωκαιδεκέτης και ὀκτωκαιδεχέτης, ες, θηλ. ὀκτωκαιδεκέτις (Α) αυτός που είναι δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα + έτης (< ἔτος), πρβλ. δωδεκ έτης] … Dictionary of Greek
τέγεος — ον, Α [τέγος] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή πάνω στην στέγη («δώδεκ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος … Dictionary of Greek
τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… … Dictionary of Greek