Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δωδέκ

См. также в других словарях:

  • δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επισέληνος — ἐπισέληνος, ον (Α) [σελήνη] μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.) …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκέτης — ὀκτωκαιδεκέτης και ὀκτωκαιδεχέτης, ες, θηλ. ὀκτωκαιδεκέτις (Α) αυτός που είναι δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα + έτης (< ἔτος), πρβλ. δωδεκ έτης] …   Dictionary of Greek

  • τέγεος — ον, Α [τέγος] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή πάνω στην στέγη («δώδεκ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος …   Dictionary of Greek

  • τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»