-
1 δωδέκατος
δωδέκατοςtwelfth: masc nom sg -
2 δωδέκατος
-
3 δωδέκατος
A twelfth, Il.24.781, etc.; δ. τόκοι, 8 1/3%, SIG364.74 (Ephesus, iii B. C.), etc.:—[dialect] Ep. [pref] δυωδ-, Il.1.493, etc.II δωδεκάτη, ἡ, = Χόες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδέκατος
-
4 δωδέκατος
δωδέκατος, η, ον (Hom. et al.; ins, pap [Mayser 318]; LXX; ParJer 5:34 [AB]; EpArist 50) twelfth in a series, twelfth Rv 21:20; MPol 19:1; Hs 9, 1, 10; 9, 29, 1.—DELG s.v. δώδεκα. M-M. TW. -
5 δωδέκατος
-
6 δωδεκάτω
δωδέκατοςtwelfth: masc /neut nom /voc /acc dualδωδέκατοςtwelfth: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————δωδέκατοςtwelfth: masc /neut dat sg -
7 δυωδεκάτη
δωδέκατοςtwelfth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————δωδέκατοςtwelfth: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 δυωδέκατον
δωδέκατοςtwelfth: masc acc sg (epic)δωδέκατοςtwelfth: neut nom /voc /acc sg (epic) -
9 δωδεκάτη
δωδέκατοςtwelfth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————δωδέκατοςtwelfth: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 δωδεκάτων
δωδέκατοςtwelfth: fem gen plδωδέκατοςtwelfth: masc /neut gen pl -
11 δωδέκατον
δωδέκατοςtwelfth: masc acc sgδωδέκατοςtwelfth: neut nom /voc /acc sg -
12 δυωδεκάτην
δωδέκατοςtwelfth: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 δωδεκάτην
δωδέκατοςtwelfth: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 δυωδεκάτης
δωδέκατοςtwelfth: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 δωδεκάτης
δωδέκατοςtwelfth: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 δυωδέκατοι
δωδέκατοςtwelfth: masc nom /voc pl (epic) -
17 δυωδέκατος
δωδέκατοςtwelfth: masc nom sg (epic) -
18 δωδεκάτοις
δωδέκατοςtwelfth: masc /neut dat pl -
19 δωδεκάτου
δωδέκατοςtwelfth: masc /neut gen sg -
20 δωδέκατα
δωδέκατοςtwelfth: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δωδέκατος — twelfth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… … Dictionary of Greek
δωδέκατος — η, ο αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό δώδεκα: Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… … Dictionary of Greek
δυωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg (epic) δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτων — δωδέκατος twelfth fem gen pl δωδέκατος twelfth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτη — δωδέκατος twelfth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτην — δωδέκατος twelfth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτης — δωδέκατος twelfth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)