Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσ-πενθής

См. также в других словарях:

  • νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • συμπενθής — ές, Α αυτός που πενθεί μαζί ή για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πενθής (< πένθος), πρβλ. δυσ πενθής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»