-
1 δυσχερεία
-
2 δυσχερείᾳ
-
3 δυσχερεια
ἥ1) тяжесть, обременительность(φορήματος Soph.)
2) тягостность, мучительность(νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.)
3) затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность(εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας ὑπεριδεῖν Isocr.; ἀπορίαι καὴ δυσχέρειαι Arst.; ἥ περὴ τέν διοίκησιν δ. Plut.)
4) неудовольствие, недовольство, досада(ὅ οὐρανὸς ἀπαθές πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.)
5) привередливость, неудовлетворенность(δ. τι φύσεως Plat.)
-
4 δυσχέρεια
δυσχέρειαannoyance: fem nom /voc sg -
5 δυσχέρεια
η затруднение, трудность, осложнение, препятствие;ευρίσκομαι προ δυσχέρειών — находиться, оказываться в затруднительном положении
-
6 δυσχέρεια
[дисхериа] ουσ. Θ. затруднение, трудностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσχέρεια
-
7 δυσχέρεια
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 2,24; 9,21annoyance, difficulty -
8 δυσχέρεια
[дисхериа] ουσ θ затруднение, трудность. -
9 δυσχέρεια
I of things, annoyance, disgust caused by a thing, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος, S.Ph. 473, 900, cf. Pl.Plt. 286b; unpleasantness, of food, D.C.68.31: pl., Plu.2.654b.2 difficulty, troublesome question, Id.R. 502d, Isoc.5.12 (pl.), etc.;δ. παρέχειν Plb.1.20.10
;εἰς δ. ἐμπεσεῖν Id.8.7.1
; κατὰ τὴν προφοράν, opp. εὐχέρεια, Phld.Po.994.8.3 in argument, difficulties,δ. λογικαί Arist.Metaph. 1005b22
, cf. 995a 33.II of persons, harshness, Pl.Phlb. 44c; offensiveness, Thphr. Char.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχέρεια
-
10 δυσχέρεια
güçlük, zorluk, sıkıntı -
11 δυσχέρεια
difficultyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυσχέρεια
-
12 zorlaştırma
δυσχέρεια -
13 δυσχερείας
δυσχερείᾱς, δυσχέρειαannoyance: fem acc plδυσχερείᾱς, δυσχέρειαannoyance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 δυσχερείαις
δυσχέρειαannoyance: fem dat pl -
15 δυσχέρειαι
δυσχέρειαannoyance: fem nom /voc pl -
16 δυσχέρειαν
δυσχέρειαannoyance: fem acc sg -
17 затруднение
затруднениес ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια:денежные \затруднениеия οἱ οίκονομικές δυσχέρειες· быть в \затруднениеии βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ δυσχέρεια· выходить из \затруднениеия βγαίνω ἀπ' τή δύσκολη θέση· создавать \затруднениеия δυσκολεύω, προκαλώ δυσκολίες. -
18 трудность
-и θ.1. δυσκολία, δυσχέρεια•трудность задачи η δυσκολία του προβλήματος•
трудность вопроса η δυσχέρεια του ζητήματος•
с -ью βλ. трудно (1 σημ.).
2. πλθ. трудностьи εμπόδια, κωλύματα•-и снабжения δυσκολίες εφοδιασμού•
преодолеть -и ξεπερνώ τις δυσκολίες.
-
19 θνητος
1) смертный, подверженный, т.е. подвластный смерти(γένος Plat.)
οἱ θνητοί — смертные, т.е. (живые) люди;τὰ θνητά Her. — живые существа, животные2) смертный, свойственный смертным, человеческий(ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.)
θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. — смертное смертным и приличествует;θνητὰ φρονεῖν Eur. — думать о смертных (земных) делах -
20 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
См. также в других словарях:
δυσχερείᾳ — δυσχερείᾱͅ , δυσχέρεια annoyance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχέρεια — annoyance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχέρεια — η (AM δυσχέρεια) δυσκολία, εμπόδιο, κώλυμα («δυσχέρεια εκλογής», «το πρόβλημα παρουσιάζει δυσχέρειες», «δυσχέρεια αναπνοής», «δυσχέρειες ακοής» κ.λπ.) νεοελλ. (ειδ. για χρήματα) οικονομική δυσπραγία («ταμειακή δυσχέρεια») αρχ. 1. (για πράγμ.)… … Dictionary of Greek
δυσχέρεια — η δυσκολία, εμπόδιο: Υπήρξαν δυσχέρειες στην επίλυση των προβλημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσχερείας — δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem acc pl δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχερειῶν — δυσχέρεια annoyance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχερείαις — δυσχέρεια annoyance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχέρειαι — δυσχέρεια annoyance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχέρειαν — δυσχέρεια annoyance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… … Dictionary of Greek