-
1 δυσκατασβεστος
21) с трудом гасимыйδύναμις δ. Diod. — неугасимость
2) с трудом уничтожаемый, неизгладимый(τὸ λείψανον Plut.)
См. также в других словарях:
δυσκατάσβεστος — δυσκατάσβεστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα σβήνεται 2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται … Dictionary of Greek
δυσκατάσβεστος — hard to extinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάσβεστον — δυσκατάσβεστος hard to extinguish masc/fem acc sg δυσκατάσβεστος hard to extinguish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)