Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δυναστικός

См. также в других словарях:

  • δυναστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος …   Dictionary of Greek

  • δυναστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δυνάστη ή τη δυναστεία: Ο λαός αντέδρασε στη δυναστική του εξουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυναστικώτερον — δυναστικός of adverbial comp δυναστικός of masc acc comp sg δυναστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικῶν — δυναστικός of fem gen pl δυναστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικόν — δυναστικός of masc acc sg δυναστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικαί — δυναστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοῖς — δυναστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοί — δυναστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοῦ — δυναστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικούς — δυναστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»