-
1 δυναστικός
δυναστικόςof: masc nom sg -
2 δυναστικός
A of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol. 1320b31 ([comp] Sup.): [comp] Comp., more potent, Gal.6.396.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναστικός
-
3 δυναστικώτερον
δυναστικόςof: adverbial compδυναστικόςof: masc acc comp sgδυναστικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
4 δυναστικόν
δυναστικόςof: masc acc sgδυναστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
5 δυναστικαί
δυναστικόςof: fem nom /voc pl -
6 δυναστικοί
δυναστικόςof: masc nom /voc pl -
7 δυναστικούς
δυναστικόςof: masc acc pl -
8 δυναστική
δυναστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 δυναστικήν
δυναστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 δυναστικώτεραι
δυναστικόςof: fem nom /voc comp pl -
11 δυναστικώτερος
δυναστικόςof: masc nom comp sg -
12 δυναστικών
-
13 δυναστικῶν
-
14 δυναστικής
-
15 δυναστικῆς
-
16 δυναστικοίς
-
17 δυναστικοῖς
-
18 δυναστικού
-
19 δυναστικοῦ
-
20 δυναστικωτάτη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δυναστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος … Dictionary of Greek
δυναστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δυνάστη ή τη δυναστεία: Ο λαός αντέδρασε στη δυναστική του εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναστικώτερον — δυναστικός of adverbial comp δυναστικός of masc acc comp sg δυναστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικῶν — δυναστικός of fem gen pl δυναστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικόν — δυναστικός of masc acc sg δυναστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικαί — δυναστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῖς — δυναστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοί — δυναστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῦ — δυναστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικούς — δυναστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)