-
1 Δυναμενη
-
2 δυναμένη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δυναμένη
-
3 δυναμαι
(ῠ) (impf. ἐδυνάμην - поэт. тж. ἠδυνάμην, эп. δυνάμην; aor. ἐδυνήθην - поэт. тж. ἠδυνήθην, эп.-дор.-ион. ἐδυνάσθην, дор. ἐδυνάθην с ᾱ, эп. med. ἐδυνησάμην и δυνησάμην; pf. δεδύνημαι)1) мочь, быть в состоянии(τι Hom. и ποιεῖν τι Trag., Her., Thuc., Arst., Polyb., Plut.)
οὐ δύναμαι μέ γελᾶν Arph. — не могу удержаться от смеха;οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. — не будучи в состоянии выдержать осаду;ὡς или ᾗ ἐδύνατο τάχιστα Xen. — так быстро, как только мог;οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. — изо всех наших сил;δύναται impers. Plut. — возможно;οὐκ ἐδύνατό τινι Her. — оказалось невозможным для кого-л.2) быть сильным, крепкимτῷ σώματι δ. Lys. — быть физически здоровым;
δ. χρήμασι Lys. — быть состоятельным человеком;τὰ μέ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων Xen. — те из вьючных животных, которые устали3) иметь силу, быть могущественным, влиятельным(παρά τινι Aesch., Her., Thuc.)
4) иметь цену или стоимость, стоить, равняться(ἑπτὰ ὀβολούς Xen.; εἴκοσι δραχμάς Dem., Plut.)
5) равняться, составлять6) ( о деньгах) иметь хождение(παρ΄ ἐκείνοις δύναται Αἰγιναῖος ὀβολός Luc.)
τὸ νόμισμα οὐκ ἀεὴ ἴσον δύναται Arst. — деньги не всегда сохраняют одинаковый курс7) значить, означать; τί ποτε δύναται; Plat. что это, собственно, значит?; τὸ οὔνομα τοῦτο ἐστὴ μὲν Λιβυκόν, δύναται δὲ κατ΄ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί Her. это слово - ливийское, а по-гречески оно значит «холмы»; αὑταὴ αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται Thuc. вот что означают эти вести8) мат. быть возведенным в степень -
4 εξομηρευω
1) обеспечивать взятием заложников или залогаτοὺς δούλους ταῖς τεκνοποιΐαις ἐ. Arst. — заставить рабов трудиться, разрешив им обзаводиться детьми
2) med. брать в качестве заложников(τοὺς παῖδας Plut.)
3) med. привязывать к себе -
5 συγκυπτω
1) склоняться, наклоняться, нагибаться(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
2) быть согбенным3) сближаться, сходитьсяτὰ κέρατα συγκύπτει Xen. — фланги сближаются;
συγκύψαντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Her. — в своих делах они действуют заодно;τοῦτο δ΄ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφός Arph. — (все) это сводится к одному
См. также в других словарях:
Δυναμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμένῃ — Δυναμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμένη — δύναμαι to be able pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμένῃ — δύναμαι to be able pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμέναι — Δυναμένη fem nom/voc pl Δυναμένᾱͅ , Δυναμένη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμένηι — Δυναμένῃ , Δυναμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμέναις — Δυναμένη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμένηι — δυναμένῃ , δύναμαι to be able pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμένην — Δυναμένη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμένης — Δυναμένη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek