1 δυναμικό(ν)
πολεμικό δυναμικ — военный потенциал;
διαφορά δυναμικού — разность потенциалов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυναμικό(ν)
2 δυναμικό(ν)