Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δυναμαι

  • 1 невмоготу

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αδύνατο, δεν έχω τη δύναμη, δεν δύναμαι, δεν μπορώ•

    мне невмоготу сегодня работать δεν μπορώ σήμερα να εργαστώ•

    мне больше невмоготу περισσότερο δεν μπορώ, δεν δύναμαι πλέον.

    Большой русско-греческий словарь > невмоготу

  • 2 мочь

    мочь μπορώ, δύνομαι· могу ли я вам помочь? μπορώ να σας βοηθήσω; вы можете подождать? μπορείτε να περιμένετε;
    * * *
    μπορώ, δύναμαι

    могу́ ли я вам помо́чь? — μπορώ να σας βοηθήσω

    вы мо́жете подожда́ть? — μπορείτε να περιμένετε

    Русско-греческий словарь > мочь

  • 3 мочь

    мочь I
    несов (быть в состоянии) μπορώ, δύναμαι:
    ничем не могу́ вам помочь δέν μπορώ νά σᾶς βοηθήσω σέ τίποτε· не могу́ понять δέν μπορώ νά καταλάβω· можете ли вы это сделать? Μπορείτε νά τό κάνετε αὐτό;· не могли́ бы вы...? δέν θά μπορούσατε νά...;· я ничего не могу́ сделать δέν μπορώ νά κάνω τίποτε· не могу́ поступить иначе δέν. μπορώ νά κάνω διαφορετικά· ◊ может быть, быть может ἰσως, μπορεί, πιθανόν, δνδεχόμενον может быть он уехал πιθανόν νά ἔφυγε· может быть я иеправ ίσως νά μήν ἔχω δίκαιο· не может быть! εἶναι ἀδύνατον!, δέν εἶναι δυνατόν!
    моч||ь II ж разг ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:
    изо все́й \мочьн μ'όλα τά δυνατά, μ' ὅλη τή δύναμη, παντί σθένει· кричать изо всей \мочьи ξελαρυγγίζομαι νά φωνάζω· что есть \мочьи μ'ὅλες τίς δυνάμεις· \мочьи нет δέν ἀντέχω πιά, δέν βαστώ.

    Русско-новогреческий словарь > мочь

  • 4 возмочь

    -огу, -ожешь, -огут, παρλθ. χρ. -ог, -ла, -ло ρ.σ. παλ. δύναμαι, μπορώ.

    Большой русско-греческий словарь > возмочь

  • 5 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 6 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 7 суметь

    -ею, -ешь
    ρ.σ. μπορώ, δύναμαι•

    -ел его убедить αυτός μπόρεσε να τον πείσει•

    он -л убежать с плена αυτός μπόρεσε να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία.

    Большой русско-греческий словарь > суметь

  • 8 уметь

    -ею, -еешь,
    επιρ. μτχ. умея κ. (απλ.) умеючи
    ρ.δ.
    μπορώ, δύναμαι, ζέρω, γνωρίζω•

    уметь читать и писать γνωρίζω ανάγνωση και γραφφή, ξέρω να διαβάζω και να γράφω•

    уметь танцовать ξέρω χορό (να χορεύω)•

    -еешь это делать? μπορείς να το κάνεις αυτό;•

    -еешь плавать? ξέρεις κολύμπι;

    Большой русско-греческий словарь > уметь

  • 9 хватить

    хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. хватать (1 σημ.).
    2. παίρνω, αποσπώ•

    хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.

    3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.
    4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.
    5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).
    6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•

    хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.

    7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).
    8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).
    9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.
    10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.
    11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).
    1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).
    2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.
    3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > хватить

  • 10 Strongly

    adv.
    P. and V. ἐρρωμένως, P. ἰσχυρῶς.
    Vigorously: P. and V. σφόδρα, κάρτα (Plat. but rare P.), μλα, P. ἰσχυρῶς.
    Energetically: P. ἐντόνως, συντόνως.
    I put the case as strongly as I can: P. ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω (Plat., Rep. 367B).
    Urge strongly, v. intrans.: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strongly

См. также в других словарях:

  • δύναμαι — βλ. πίν. 159 (σε λόγιες εκφράσεις, μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δύναμαι — to be able pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • δεδυνημένα — δύναμαι to be able perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδυνημένᾱ , δύναμαι to be able perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδυνημένᾱ , δύναμαι to be able perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδύνησθε — δύναμαι to be able perf imperat mp 2nd pl δύναμαι to be able perf ind mp 2nd pl δύναμαι to be able plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάσθην — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd dual (homeric ionic) δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) δύναμαι to be able aor ind pass 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύνασθε — δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd pl δύναμαι to be able pres ind mp 2nd pl δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδυνάσθην — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd dual δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) δύναμαι to be able aor ind pass 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδυνημέναι — δύναμαι to be able perf part mp fem nom/voc pl δεδυνημένᾱͅ , δύναμαι to be able perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδυνημένον — δύναμαι to be able perf part mp masc acc sg δύναμαι to be able perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδυνημένων — δύναμαι to be able perf part mp fem gen pl δύναμαι to be able perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»