Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δρᾶμα

  • 1 drame

    δράμα

    Dictionnaire Français-Grec > drame

  • 2 činohra

    δράμα

    Česká-řecký slovník > činohra

  • 3 drama

    δράμα

    Česká-řecký slovník > drama

  • 4 drama

    δράμα

    English-Greek new dictionary > drama

  • 5 dramat

    δράμα

    Słownik polsko-grecki > dramat

  • 6 Драма

    Драма ном, г. Δράμα η (Македония)
    * * *
    ном г. Δράμα η

    Русско-греческий словарь > Драма

  • 7 драма

    Драма ном, г. Δράμα η (Македония)
    * * *
    ж
    το δράμα

    Русско-греческий словарь > драма

  • 8 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 9 призрак

    призрак
    м τό δράμα / τό φάντασμα, τό φάσμα (привидение):
    \призрак счастья τό δράμα τής εὐτυχίας.

    Русско-новогреческий словарь > призрак

  • 10 драма

    θ.
    1. δράμα.
    2. μτφ. συγκλονιστικό, τραγικό γεγονός•

    семеиная драма οικογενειακό δράμα.

    Большой русско-греческий словарь > драма

  • 11 драма

    (литер., театр.) το δράμα, το έργο, - тизм η δραματικότητα, - тический δραματικός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драма

  • 12 акт

    акт
    м
    1. (действие, поступок) ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια:
    террористический \акт ἡ τρομοκρατική πράξη;
    2. (документ) ἡ πράξη [-ις], τό ἐγγραφο[ν]:
    нотариальный \акт ἡ συμβολαιογραφική πράξη; обвинительный \акт τό κατηγορητήριο; \акты гражданского состояния οἱ ληξιαρχικές πράξεις; составлять \акт συντάσσω πρακτικών
    3. театр. ἡ πράξη [-ις]:
    пьеса в пяти \актах δράμα σέ πέντε πράξεις;
    4. (в учебных заведениях) ἡ τελετή.

    Русско-новогреческий словарь > акт

  • 13 видение

    ви́дение
    с:
    \видение мира (жизни) ἡ θεώρηση τοῦ κόσμου (τής ζωής).
    виде́ние с ἡ ὁπτασία, τό δράμα.

    Русско-новогреческий словарь > видение

  • 14 драма

    драма
    ж прям., перен τό δράμα.

    Русско-новогреческий словарь > драма

  • 15 the theatre

    1) (the profession of actors: He's in the theatre.) θέατρο, δραματουργία (ως επάγγελμα)
    2) (drama: His special interest is the theatre.) θέατρο, δράμα

    English-Greek dictionary > the theatre

  • 16 драма

    [ντράμα] ουσ. θ. δράμα

    Русско-греческий новый словарь > драма

  • 17 драма

    [ντράμα] ουσ. θ. δράμα

    Русско-греческий новый словарь > драма

  • 18 драма

    [ντράμα] ουσ θ δράμα

    Русско-эллинский словарь > драма

  • 19 драма

    [ντράμα] ουσ θ δράμα

    Русско-эллинский словарь > драма

  • 20 драматизм

    α.
    δράμα• δραματική κατάσταση, δραματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > драматизм

См. также в других словарях:

  • δρᾶμα — deed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • Δράμα — Sp Dramà Ap Δράμα/Drama L mst. ir nomas Š Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • δράμα — το 1. λογοτεχνικό είδος του θεάτρου, ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης, αλλά και θεατρικό έργο με συγκινητική υπόθεση και έντονες συγκρούσεις. 2. μτφ., συγκλονιστικό ή τραγικό γεγονός: Από τότε που έφυγε ο άντρας της ζει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сатирическая драма — (δράμα σατυρικόν, σάτυροι) или иначе игривая трагедия (παιζουσα τραγωδια, Dion. de elocut. 169) y древних греков особый вид драматической поэзии, существовавший наряду с трагедией и комедией. Из С. драмы, по свидетельству Аристотеля, развилась… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Βλάχος, Ανέστης — (Δράμα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου Θεάτρου και ξεκινώντας από το 1956, εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Φόβος, Με τη λάμψη στα μάτια, Ληστεία στην Αθήνα, Νταβέλης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Δράμαλης, Μαχμούτ πασάς — (Δράμα 1780; – Κόρινθος 1822). Τούρκος στρατηγός στην εποχή της Επανάστασης του 1821. Ανατράφηκε στα ανάκτορα του σουλτάνου Σελίμ Γ’ και απέκτησε πλούσια στρατιωτική μόρφωση και πείρα κοντά σε μεγάλους Τούρκους στρατηγούς, σε εκστρατείες στην… …   Dictionary of Greek

  • Καράογλου, Χαράλαμπος — (Δράμα 1946 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (τμήμα μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών), της οποίας αναγορεύθηκε διδάκτορας (1988). Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μανθόπουλος, Δημήτριος — (Δράμα 1937 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, κυρίως την παιδική. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα… …   Dictionary of Greek

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»