-
1 δραματικός
δραματικόςdramatic: masc nom sg -
2 δραματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραματικός
-
3 δραματικός
dramaticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δραματικός
-
4 δραματικά
δραματικόςdramatic: neut nom /voc /acc plδραματικά̱, δραματικόςdramatic: fem nom /voc /acc dualδραματικά̱, δραματικόςdramatic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 δραματικώτερον
δραματικόςdramatic: adverbial compδραματικόςdramatic: masc acc comp sgδραματικόςdramatic: neut nom /voc /acc comp sg -
6 δραματικωτέρων
δραματικόςdramatic: fem gen comp plδραματικόςdramatic: masc /neut gen comp pl -
7 δραματικόν
δραματικόςdramatic: masc acc sgδραματικόςdramatic: neut nom /voc /acc sg -
8 δραματικοί
δραματικόςdramatic: masc nom /voc pl -
9 δραματικούς
δραματικόςdramatic: masc acc pl -
10 δραματική
δραματικόςdramatic: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 δραματικήν
δραματικόςdramatic: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 δραματικώτερα
δραματικόςdramatic: neut nom /voc /acc comp pl -
13 δραματικωτέρας
δραματικωτέρᾱς, δραματικόςdramatic: fem acc comp plδραματικωτέρᾱς, δραματικόςdramatic: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
14 δραματικών
-
15 δραματικῶν
-
16 δραματικής
-
17 δραματικῆς
-
18 δραματικαίς
-
19 δραματικαῖς
-
20 δραματικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δραματικός — dramatic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek
δραματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με το δράμα: Παρακολουθήσαμε ένα δραματικό έργο. 2. μτφ., οδυνηρός, τραγικός: Η κατάσταση μετά την πυρκαγιά ήταν δραματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόλογος, δραματικός — Αυτόνομο θεατρικό είδος που ερμηνεύεται μόνο από ένα πρόσωπο: μπορεί να είναι τραγικό, δραματικό, αλλά πιο συχνά κωμικό, και συνεπάγεται μια σύνθετη σκηνική δράση. Γεννήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία με το όνομα piece en monologue στα πλαίσια της… … Dictionary of Greek
δραματικά — δραματικός dramatic neut nom/voc/acc pl δραματικά̱ , δραματικός dramatic fem nom/voc/acc dual δραματικά̱ , δραματικός dramatic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικώτερον — δραματικός dramatic adverbial comp δραματικός dramatic masc acc comp sg δραματικός dramatic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικωτέρων — δραματικός dramatic fem gen comp pl δραματικός dramatic masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικῶν — δραματικός dramatic fem gen pl δραματικός dramatic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματικόν — δραματικός dramatic masc acc sg δραματικός dramatic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρίνθων — Δραματικός ποιητής, που έζησε τον 4o 3o αι. Σύμφωνα με μια εκδοχή, καταγόταν από τις Συρακούσες, και κατά μία άλλη, από τον Τάραντα και ήταν γιος κεραμέα. Ο Ρ. είχε ειδικευτεί στις παρωδίες, ιδιαίτερα των αρχαίων μύθων, που αποτέλεσαν ένα… … Dictionary of Greek
δραματικαῖς — δραματικός dramatic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)