-
1 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες
-
2 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
3 путь
пут||ьм1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·3. (путешествие) τό ταξίδι:пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας. -
4 путь
-и α.1. δρόμος, οδός•прямой путь ίσιος δρόμος•
широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•
санный путь ελκηθόδρομος•
заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•
воздушный путь αεροπορική γραμμή.
2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•каким -м? με τι τρόπο;•
любым -м με κάθε τρόπο.
3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.
4. ταξίδι•направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.
5. δρομολόγιο•путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•
держать путь τηρώ την κατεύθυνση.
|| μέσον•путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.
6. όφελος, κέρδος•коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.
εκφρ.жизненный путь – η πορεία της ζωής•окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•- и сообщения – η συγκοινωνία•без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό. -
5 короткий
короткий κοντός, βραχύς σύντομος (краткий)' бег на \короткийие дистанции о δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας* на \короткийое время για λίγο καιρό* * *κοντός, βραχύς; σύντομος ( краткий)бег на коро́ткие диста́нции — ο δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας
на коро́ткое вре́мя — για λίγο καιρό
-
6 шоссе
шоссе с η δημοσιά, ο δημόσιος δρόμος; асфальтированной \шоссе ο ασφαλτόστρωτος δρόμος* * *сη δημοσιά, ο δημόσιος δρόμοςасфальти́рованное шоссе́ — ο ασφαλτόστρωτος δρόμος
-
7 бег
-а α.προθτ. о беге, на бегу.1. τρέξιμο.2. δρόμος•марафонский бег μαραθώνιος δρόμος•
бег на сто метров δρόμος εκατό μέτρων•
эстафетный бег σκυταλοδρομία•
бег с препятствиями δρόμος με εμπόδια•
на бегу τρέχοντας.
3. πλθ. -а ιπποδρομίες, κούρσες.4. πλθ. -а, -ов φυγή κρυφή• λιποταξία.εκφρ.бег на месте – (κυρλξ. κ. μτφ.) βήμα σημειωτό•в -ах – στα τρεξίματα, στα τρεχάματα (για υποθέσεις). -
8 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
9 улица
у́лиц||аж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός. -
10 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
11 близкий
близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς* * *1.1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος
2) ( сходный) όμοιος3) ( об отношениях) στενός2. мн.бли́зкий друг — ο στενός φίλος
бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς
-
12 вести
вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι* * *1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνωвести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση
3) ( направлять) οδηγώвести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο
вести́ мяч — φέρω την μπάλα
4) ( осуществлять) διευθύνωвести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω
5) (куда-л.) φέρω, οδηγώкуда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος
••вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι
-
13 дальний
дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής* * *μακρινός, μακρύςда́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι
••да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής
-
14 долгий
долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία* * *μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε
до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία
-
15 дорога
дорога ж в разн. знач. о δρόμος шоссейная \дорога о ασφαλτόδρομος' автомобильная \дорога о αυτοκινητόδρομος сбиться с \дорогаи χάνω το δρόμο уступить -у παραχωρώ (το δρόμο) нам по \дорогае πάμε μαζί \дорогаой, в \дорогае στο δρόμο* * *ж в разн. знач.ο δρόμοςшоссе́йная доро́га — ο ασφαλτόδρομος
автомоби́льная доро́га — ο αυτοκινητόδρομος
сби́ться с доро́ги — χάνω το δρόμο
уступи́ть доро́гу — παραχωρώ (το δρόμο)
нам по доро́ге — πάμε μαζί
доро́гой, в доро́ге — στο δρόμο
-
16 дорожка
дорожка ж 1) о μικρός δρόμος· το μονοπάτι (тропин ка)· беговая \дорожка о διάδρομος 2) (коврик) το ταπέτο* * *ж1) ο μικρός δρόμος; το μονοπάτι ( тропинка)бегова́я доро́жка — ο διάδρομος
2) ( коврик) το ταπέτο -
17 забег
-
18 идти
идти 1) πηγαίνω \идти пеш ком πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια" идите сюда ελάτε εδώ вы идёте? θα πάτε; идёмте! πάμε! 2) (отправляться) ξεκινώ, φεύγω 3) περνώ (о дороге, тж. о времени) путь идёт через.., о δρόμος περνάει από... 4) (делать ход ) παίζω 5) театр., кино παίζομαι сегодня вечером в театре идёт... απόψε στο θέατρο παίζεται.. 6) (об осадках): идёт дождь βρέχει идёт снег χιονίζει ◇ речь идёт о... πρόκειται για...* * *1) πηγαίνωидти́ пешко́м — πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια
иди́те сюда́ — ελάτε εδώ
2) ( отправляться) ξεκινώ, φεύγω3) περνώ (о дороге, тж. о времени)путь идёт че́рез... — ο δρόμος περνάει από…
4) ( делать ход) παίζω5) театр., кино παίζομαιсего́дня ве́чером в теа́тре идёт… — απόψε στο θέατρο παίζεται…
6) ( об осадках)••речь идёт о… — πρόκειται για…
-
19 как
как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...* * *1.( вопрос) πώςкак вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε
как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε
как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος
2. союзкак пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...
όπως, σανкак хоти́те — όπως θέλετε
как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά
••в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που
как то́лько — μόλις
как бы то ни́ было — όπως και να' ναι
как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)
как раз — ακριβώς, ίσα ίσα
как раз во́время — ακριβώς στην ώρα
как когда́ — εξαρτάται
как изве́стно... — όπως είναι γνωστό
-
20 людный
людный πολυσύχναστος, συχνοπέραστος* \людныйая улица о περαστικός δρόμος* * *πολυσύχναστος, συχνοπέραστοςлю́дная у́лица — ο περαστικός δρόμος
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)