-
1 δρῑμυφαγία
δρῑμυ-φαγία, ἡ, das Essen scharfer Speisen
См. также в других словарях:
δριμυφαγία — δριμυφαγίᾱ , δριμυφαγία acrid diet fem nom/voc/acc dual δριμυφαγίᾱ , δριμυφαγία acrid diet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγίᾳ — δριμυφαγίᾱͅ , δριμυφαγία acrid diet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγίας — δριμυφαγίᾱς , δριμυφαγία acrid diet fem acc pl δριμυφαγίᾱς , δριμυφαγία acrid diet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγίαι — δριμυφαγίᾱͅ , δριμυφαγία acrid diet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγίαν — δριμυφαγίᾱν , δριμυφαγία acrid diet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγιῶν — δριμυφαγία acrid diet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυφαγίαις — δριμυφαγία acrid diet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)