-
1 δια-δρηστεύω
δια-δρηστεύω, = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.
См. также в других словарях:
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek
1 δια-δρηστεύω
δια-δρηστεύω, = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek