-
121 χειροδρακων
-
122 Χιμαιρα
ἡ Химера (баснословное огнедышащее чудовище в Ликии с головой льва, туловищем козы и хвостом дракона - πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα Hom.; τρισώματος ἀλκά Eur.; у Hes. - дочь Тифона и Эхидны, с тремя головами: льва, козы и дракона; убита Беллерофонтом) -
123 дракон
астр. о Δράκων (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дракон
-
124 дракон
драконм ὁ δράκος, ὁ δράκων, ὁ δράκοντας. -
125 змей
змейм1. миф. ὁ Δράκων, ὁ δράκος, ὁ ὅφις, τό φίδι·2. (бумажный) ὁ χαρταετός. -
126 δρακόντοιν
δέρκομαιsee clearly: aor part act masc /neut gen /dat dualδράκωνdragon: masc gen /dat dual -
127 δρακόντων
δέρκομαιsee clearly: aor part act masc /neut gen plδέρκομαιsee clearly: aor imperat act 3rd plδράκωνdragon: masc gen pl -
128 δράκον
δέρκομαιsee clearly: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)δέρκομαιsee clearly: aor ind act 1st sg (homeric ionic)δράκωνdragon: masc voc sg
См. также в других словарях:
Δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)