-
41 κατάδουπος
κατά-δουπος, ὁ, das mit Geräusch Herunterstürzen -
42 μεγαλόδουπος
-
43 μενέδουπος
μενέ-δουπος, den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend -
44 μετάδουπος
μετά-δουπος, (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage -
45 μονόδουπος
-
46 ὁμόδουπος
-
47 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone -
48 ὁπλόδουπος
-
49 περίδουπος
-
50 τυμπανόδουπος
τυμπανό-δουπος, mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt -
51 φιλόδουπος
φιλό-δουπος, Getöse liebend, tosend -
52 ὠρεσίδουπος
ὠρεσί-δουπος, auf den Gebirgen, Bergen lärmend, Beiwort des Bacchus
См. также в других словарях:
δοῦπος — any dead masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek
δοῦποι — δοῦπος any dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦπον — δοῦπος any dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] … Dictionary of Greek
ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] … Dictionary of Greek
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek