-
1 Runaway
subs.P. αὐτόμολος, ὁ, P. and V. δραπετής, ὁ (Plat., Men. 97E).Be a runaway, v.: P. δραπετεύειν.Runaway slave: P. δοῦλος ἀφεστώς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Runaway
См. также в других словарях:
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek