-
1 δουλα
-
2 δούλα
η1) рабыня; 2) служанка; домашняя работница -
3 δοῦλα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοῦλα
-
4 δούλα
[дула] ουσ θ рабыня. -
5 ανδραποδον
(ᾰπ) τό1) обращенный в рабство военнопленный Hom., Her., Xen.ἀνδράποδα πάντα, καὴ δοῦλα καὴ ἐλεύθερα Thuc. — все военнопленные, - как рабы, так и свободнорожденные
2) раб, невольник, тж. перен. человек с рабской душой Xen., Plat., Dem., Plut. -
6 δουλη
дор. δούλα ἥ рабыня, невольница Hom., Aesch., Eur., Xen., Plat., Arst. etc. -
7 δουλος
I31) рабский, невольничийἀνδράποδα καὴ δοῦλα καὴ ἐλεύθερα Thuc. — пленные - как рабы, так и свободнорожденные;
ἀνέρ δ. Soph. — раб;γυνέ δούλη Eur. — рабыня2) подневольный, зависимый(πόλις Soph., Xen., Plat.; βίος Soph.)
3) перен. неблагородный, низкий, грубый, недостойный(γνῶμαι Soph.; τρόποι Eur.; ψυχή, ἡδοναί Plat.)
4) подчиненный, служебный(ἐπιστῆμαι Arst.)
IIὅ раб, невольник(οἱ δοῦλοι ἄκοντες τοῖς δεσπόταις ὑπηρετοῦσιν Xen.; перен. δ. λιχνειῶν Xen.; χρημάτων Eur., τύχης Arst.)
δοῦλοι καὴ ἐκ δούλων Arst. — рабы, рожденные рабами, т.е. рожденные в рабстве;δ. τῶν πέλας Soph. — готовый угождать (всем) окружающим;δοῦλοι τῶν ἐπιόντων Arst. — (покорные) рабы обстоятельств -
8 σωμα
- ᾰτος τό(Pind. dat. pl. σωμάτεσσι)
1) (мертвое) тело, труп Hom., Hes., Her., Pind.σ. σποδοῦ Soph. — сожженный труп
2) живое тело Hes., Pind., Her.αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδοναί Plat. — плотские наслаждения;
τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα Aeschin. — телесные наказания3) человек(δόμοι καὴ σώματα Aesch.; σώματα καὴ χρήματα Thuc.)
καὴ χρήματα καὴ τὰ ἑαυτῶν σώματα Xen. — (их) имущество и они сами4) жизньτῶν σωμάτων στερηθῆναι Xen. — лишиться жизни;περὴ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι Lys. — бороться за свою жизнь5) (описательно, без перевода)τὸ σὸν σ. Eur. = σύ;
τὰ πολλὰ σώματα Soph. = οἱ πολλοί;σ. ἀνικάτου του θηρός Soph. = ὅ ἀνίκατος θήρ;δοῦλα καὴ ἐλεύθερα σώματα Xen. = δοῦλοι καὴ ἐλεύθεροι6) раб Polyb.7) основа, сущность(τῆς πίστεως Arst.)
8) физ., мат. телоμεγέθους τὸ ἐπὴ τρία σ. (ἐστιν) Arst. — то, что имеет три измерения, есть тело
9) совокупность, масса, система(τοῦ κόσμου Plat.)
10) анат. орган, аппарат -
9 δούλη
η см. δούλα
См. также в других словарях:
δούλα — δούλᾱ , δούλη born bondman fem nom/voc/acc dual δούλᾱ , δούλη born bondman fem nom/voc sg (doric aeolic) δούλᾱ , δοῦλος born bondman fem nom/voc/acc dual δούλᾱ , δοῦλος born bondman fem nom/voc sg (doric aeolic) δούλᾱ , δοῦλος born bondman… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλᾳ — δούλᾱͅ , δούλη born bondman fem dat sg (doric aeolic) δούλᾱͅ , δοῦλος born bondman fem dat sg (doric aeolic) δούλᾱͅ , δοῦλος born bondman fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλα — η η υπηρέτρια: Έχει μια δούλα που κάνει τα πάντα στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλα — η βλ. δούλος … Dictionary of Greek
δοῦλα — δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλας — δούλᾱς , δούλη born bondman fem acc pl δούλᾱς , δούλη born bondman fem gen sg (doric aeolic) δούλᾱς , δοῦλος born bondman fem acc pl δούλᾱς , δοῦλος born bondman fem gen sg (doric aeolic) δούλᾱς , δοῦλος born bondman fem acc pl δούλᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλαν — δούλᾱν , δούλη born bondman fem acc sg (doric aeolic) δούλᾱν , δοῦλος born bondman fem acc sg (doric aeolic) δούλᾱν , δοῦλος born bondman fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδαλίσκη — Δούλα που υπηρετούσε στην Τουρκία τις χανούμισες στο τραπέζι και στα δωμάτιά τους, δηλαδή στον οντά. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς όμως ταύτισαν τις ο. με τις παλλακίδες των σουλτάνων και των πασάδων. Και στην πραγματικότητα συνέβαινε συχνά οι πασάδες… … Dictionary of Greek
Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
Психарис, Яннис — Яннис Психарис греч. Γιάννης Ψυχάρης … Википедия
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek