-
1 δουρας
-
2 αταρβης
21) бесстрашный, неустрашимый(φοήν Pind.; δοῦρας Anth.)
ἀ. τῆς θέας Soph. — не испугавшись (страшного) зрелища2) не страшный, не грозный, т.е. ласковый(χεὴρ Διός Aesch.)
См. также в других словарях:
Δούρας, Γεώργιος — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1895 – Αθήνα 1965). Ποιητής. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την ποίηση από τα φοιτητικά του χρόνια. Τα ποιήματά του ήταν βαθύτατα θρησκευτικά και ανθρωπιστικά και αντλούσαν το περιεχόμενό… … Dictionary of Greek