-
1 δουπέω
A- ήσω AP9.427
(s. v. l., Barb.): [dialect] Ep. [tense] aor. δούπησα Il.4.504, al.; also ἐγδούπησα (from γδουπέω) 11.45: [tense] pf.δέδουπα 23.679
, Nic.Al.15, A.R.1.1304, Euph.40; not freq. exc. in [dialect] Ep.: ([etym.] δοῦπος):— sound heavy or dead; in Hom., of the heavy thud of a corpse, opp. the clashing of the armour,δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ Il.4.504
, al.; ;δεδουπότος Οἰδιπόδαο 23.679
, cf. A.R.1.1304, Euph.40; δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν falls with heavy sound upon their breasts, E.Alc. 104 (lyr.); of rowers, κώπῃ δουπεῖν dub. in AP9.427 (Barb.); of soldiers, strike heavily,ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν X.An.1.8.18
;τοῖς δόρασι δ. πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr.An.1.6.4
:—[voice] Pass., [tense] aor.δουπήθησαν AP 9.283
(Crin.).—Rare in Prose, cf. Luc.Hist.Conscr.22. (Said to be Cypr., AB1095.)
См. также в других словарях:
δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… … Dictionary of Greek
νεολαία — η (ΑΜ νεολαία, Α ποιητ. τ. νεηλαίη) το σύνολο τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η νεολαία κάθε εποχής είναι διαφορετική» β. «τετράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς νεολαία», θεόκρ.) αρχ. ως επίθ. η νεανική («οὐ νεολαία δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», Ευρ.) … Dictionary of Greek