-
1 δοτός
δοτόςgranted: masc nom sg -
2 δοτός
η, όν даваемый; данный -
3 δοτός
-ή,-όν A 0-1-0-0-0=1 1 Sm 1,11granted; neol. -
4 δοτός
-
5 πρό-δοτος
-
6 παρα-δοτός
παρα-δοτός, zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.
-
7 πατρό-δοτος
πατρό-δοτος, späteres Wort, = Folgdm, Euseb.
-
8 πατρο-παρά-δοτος
πατρο-παρά-δοτος, von den Vätern oder Vorfahren überliefert, hinterlassen; D. Sic. 17, 4; οὐσία, D. Hal. 5, 48; a. Sp.
-
9 φιλ-έν-δοτος
φιλ-έν-δοτος gern nachgebend, barmherzig, Ggstz ἀνένδοτος, Hesych.
-
10 χειρό-δοτος
χειρό-δοτος, mit der Hand gegeben, eingehändigt, δάνεισμα, auf Treu und Glauben, ohne Handschrift gegebenes Darlehn, Poll. 2, 152; s. Böckh Ath. Staatsh. I p. 141.
-
11 Διός-δοτος
Διός-δοτος, von Zeus gegeben; αἴγλα Pind. P. 8, 100; ἀρχή frg. 102; σκῆπτρα, ἄχη, Aesch. Eum. 596 Spt. 929.
-
12 εὐ-από-δοτος
εὐ-από-δοτος, was man leicht von sich giebt, βῶξ Ath. VIII, 356 b, wo jetzt εὐανάδοτος steht; leicht wiederzugeben, λόγος S. Emp. adv. math. 7, 343, ἀξίωμα 8, 85.
-
13 εὐ-μετά-δοτος
εὐ-μετά-δοτος, 1) gern mittheilend, freigebig, Sp.; τό, Freigebigkeit, M. Anton. 3, 14. – 2) leicht mitzutheilen, μυστήρια Schol. Ar. Plut. 1014.
-
14 εὐ-έν-δοτος
εὐ-έν-δοτος, leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤϑη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.
-
15 εὖ-ανά-δοτος
εὖ-ανά-δοτος, was sich leicht vertheilt, οἶνος, αἷμα, Ath. I, 26 a 33 a; leicht zu verdauen, VIII, 355 c, neben εὔπεπτος, u. a. Sp.
-
16 εἰρηνό-δοτος
εἰρηνό-δοτος, ὁ, = Folgdm, E. G.
-
17 δυς-από-δοτος
δυς-από-δοτος, schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
-
18 δυς-μετά-δοτος
δυς-μετά-δοτος, ungern mittheilend, Strab. XVII p. 806.
-
19 δυς-ανά-δοτος
δυς-ανά-δοτος, schwer zu verdauen, bei Ath. III, 91 e neben δύςπεπτος.
-
20 δυς-έν-δοτος
δυς-έν-δοτος, schwer nachgebend, K. S.
См. также в других словарях:
δοτός — granted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτός — ή, ό (AM δοτός, ή, όν) [δίδωμι] αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί νεοελλ. φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ. πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. τού οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν… … Dictionary of Greek
δοτά — δοτός granted neut nom/voc/acc pl δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc/acc dual δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτόν — δοτός granted masc acc sg δοτός granted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτοί — δοτός granted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῇ — δοτός granted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτή — δοτός granted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτήν — δοτός granted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek