-
1 δολιχαυλος
-
2 δολίχαυλος
δολίχαυλοςwith a long tube: masc /fem nom sg -
3 δολίχαυλος
δολῐχ-αυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολίχαυλος
-
4 δολίχαυλος
δολίχ - αυλος ( αὐλός): with long socket; αἰγανέη, Od. 9.156†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολίχαυλος
-
5 δολίχαυλος
δολίχ-αυλος, mit langer Röhre oder mit langem Schafte, langröhrig, langschaftig. Der αὐλός ist entweder der Schaft des Speeres, oder die Röhre der metallenen Spitze, in welche der Schaft hineingesteckt wird -
6 δολιχαύλους
δολίχαυλοςwith a long tube: masc /fem acc pl -
7 δολίχαυλοι
δολίχαυλοςwith a long tube: masc /fem nom /voc pl -
8 μακρό-ξυλος
μακρό-ξυλος, mit langem Holze, Erkl. von δολίχαυλος, Eust. 1107, 62.
-
9 μακροσίδηρος
A gloss on δολίχαυλος, Eust. 1620.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροσίδηρος
См. также в других словарях:
δολίχαυλος — δολίχαυλος, ον (Α) (για λόγχη ή αιχμή δόρατος) αυτός που έχει μακρύ αυλό, σωλήνα όπου έμπηγαν το ξύλο … Dictionary of Greek
δολίχαυλος — with a long tube masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχαύλους — δολίχαυλος with a long tube masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίχαυλοι — δολίχαυλος with a long tube masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek