Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δολίχαυλος

См. также в других словарях:

  • δολίχαυλος — δολίχαυλος, ον (Α) (για λόγχη ή αιχμή δόρατος) αυτός που έχει μακρύ αυλό, σωλήνα όπου έμπηγαν το ξύλο …   Dictionary of Greek

  • δολίχαυλος — with a long tube masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχαύλους — δολίχαυλος with a long tube masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίχαυλοι — δολίχαυλος with a long tube masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»