-
21 δολεράι
-
22 δολερᾶι
-
23 δολεράς
-
24 δολερᾶς
-
25 δολερής
-
26 δολερῆς
-
27 δολεραίς
-
28 δολεραῖς
-
29 δολεροίς
-
30 δολεροῖς
-
31 δολεροίσι
-
32 δολεροῖσι
-
33 δολεροίσιν
-
34 δολεροῖσιν
-
35 δολερού
-
36 δολεροῦ
-
37 δολερώ
-
38 δολερῷ
-
39 δολερώς
-
40 δολερῶς
См. также в других словарях:
δολερός — deceitful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερός — ή, ό (AM δολερός, ά, όν) αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής … Dictionary of Greek
δολερός — ή, ό επίρρ. ά γεμάτος δόλο, πανούργος: Μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δρα δολερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δολερά — δολερός deceitful neut nom/voc/acc pl δολερά̱ , δολερός deceitful fem nom/voc/acc dual δολερά̱ , δολερός deceitful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερώτερον — δολερός deceitful adverbial comp δολερός deceitful masc acc comp sg δολερός deceitful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερῶν — δολερός deceitful fem gen pl δολερός deceitful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερόν — δολερός deceitful masc acc sg δολερός deceitful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερώτατα — δολερός deceitful adverbial superl δολερός deceitful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολεραῖς — δολερός deceitful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολεραί — δολερός deceitful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολεροῖς — δολερός deceitful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)