Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δοκ

См. также в других словарях:

  • Vehicle registration plates of Greece — Greek vehicle registration plates are composed of three letters and four digits per plate (e.g. AAA 1000). The letters represent the district that issues the plates while the numbers begin from 1000 to 9999. Similar plates with digits beginning… …   Wikipedia

  • Kfz-Kennzeichen (Griechenland) — Aktuelles griechisches Kfz Kennzeichen Kennzeichen ohne …   Deutsch Wikipedia

  • Plaque d'immatriculation grecque — Les plaques d immatriculation grecques actuelles sont composées de 3 lettres et 4 chiffres par plaque. (ex: ABC 1234). Les une ou deux premières lettres correspondent au nome d où proviennent les véhicules. Les chiffres vont de 1000 à 9999. Les… …   Wikipédia en Français

  • Индекс автомобильных номеров Греции — У этого термина существуют и другие значения, см. Индекс автомобильных номеров. Греческий номер Регистрационные знаки греческих транспортных средств состоят …   Википедия

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… …   Dictionary of Greek

  • λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

  • σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… …   Dictionary of Greek

  • σχαλίδα — η / σχαλίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους αρχ. διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • ταγάρι — το / ταγάριον, ΝΜ 1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς 2. τάγιστρο μσν. μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. δοκ άρι, λυχν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»