-
1 δόκος
-
2 δοκός
δοκός, ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 (δέχομαι): 1) Balken, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
-
3 δοκός
-
4 κρεη-δόκος
κρεη-δόκος, = κρειο-δόκος, ἐσχάρα, Philp. 13 (VI, 101).
-
5 πρεσβῡτο-δόκος
πρεσβῡτο-δόκος, Alte aufnehmend, Aesch. Suppl. 653.
-
6 πυλη-δόκος
πυλη-δόκος, ὁ, der an der Thür Empfangende od. Auflauernde, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 15; dah. Thürwächter, Thürsteher.
-
7 πεπλο-δόκος
πεπλο-δόκος, ion. statt πεπλο-δόχος.
-
8 παν-δόκος
παν-δόκος (so richtiger als πάνδοκος accentuirt), Alles in sich aufnehmend, allumfassend; ἄλσος, Pind. Ol. 3, 18; ναός, P. 8, 64; πανδόκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον, von der Unterwelt, Aesch. Spt. 842; bes. alle Fremden aufnehmend u. bewirthend, ξενίαις πανδόκοις, Pind. Ol. 4, 17; ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων, Aesch. Ch. 651; ξενόστασις, Soph. frg. 258; vgl. Poll. 9, 50 u. πανδόχος.
-
9 πολεμη-δόκος
πολεμη-δόκος, dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀϑηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
-
10 πολεμο-δόκος
πολεμο-δόκος, = πολεμηδόκος (?).
-
11 πολεμᾱ-δόκος
πολεμᾱ-δόκος, dor. statt πολεμηδόκος, ὅπλα, Pind. P. 10, 64.
-
12 πῡρο-δόκος
πῡρο-δόκος, Weizen aufnehmend, enthaltend, ἀλωή, Opp. Hal. 4, 501.
-
13 στομο-δόκος
στομο-δόκος, = στωμύλος, Gramm., z. B. Poll. 2, 101 aus Pherecrat.
-
14 σμηνο-δόκος
σμηνο-δόκος, einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).
-
15 σῑτο-δόκος
σῑτο-δόκος, Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).
-
16 μυστο-δόκος
μυστο-δόκος, die Geweih'ten aufnehmend, enthaltend, οἶκος, Ar. Nubb. 303, von Eleusis.
-
17 μυο-δόκος
μυο-δόκος, Mäuse aufnehmend, verbergend, Nic. Ther. 795.
-
18 κρειο-δόκος
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI, 306).
-
19 δωρο-δόκος
δωρο-δόκος, 1) Geschenke annehmend, bestechlich; neben φιλοχρήματος Plat. Rep. III, 390 d; Ar. Equ. 401; Din. 1, 41 u. Folgde. – 2) Geschenke gebend, bestechend, VLL., z. B. B. A. 242, καὶ ὁ διδοὺς καὶ ὁ λαμβάνων.
-
20 νεκρο-δόκος
νεκρο-δόκος, = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).
См. также в других словарях:
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek