-
1 δοκάρι(ον)
το балка; брус; перекладина -
2 δοκάρι(ον)
το балка; брус; перекладина -
3 δοκάρι
[докари] ουσ. о. балка, брусΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δοκάρι
-
4 δοκάρι
[докари] ουσ ο балка, брус. -
5 δοκάρι
1) post2) uprightΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δοκάρι
-
6 direk
δοκάρι, δοκός, κολόνα -
7 kiriş
δοκάρι, δοκός, πάτερο, πατερό -
8 бревно
-
9 штанга
штанга ж 1) (в тяжёлой атлетике) о αλτήρας 2) (в футболе) η δοκός» το δοκάρι* * *ж1) ( в тяжёлой атлетике) ο αλτήρας2) ( в футболе) η δοκός, το δοκάρι -
10 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
11 брус
1. тех. η δοκός, το δοκάρι 2. (привальный) мор. το παράβλημα, το προστατευτικό ζωνάρι, το περίζωμα του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брус
-
12 потолочина
1. (горной выработки) η οροφή (της εξώρυξης) 2. (потолочная балка, доска) το δοκάρι, η δοκός, η σανίδα της οροφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потолочина
-
13 рандбалка
η ακραία δοκός, το ακραίο δοκάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рандбалка
-
14 распорка
1. (звеньев якорной цепи) о στυλίσκος του κρίκου της αλυσίδας 2. (стой-ка) το ενισχυτικότο αντιστήριγμαη αντη-ρίς3. (поперечина) η εγκάρσια δοκός, το εγκάρσιο δοκάρι 4. (проставочный элемент) το διαχωριστικό τεμάχιο, το τεμάχιο διατήρησης απόστασης 5(продольная) η διαμήκης δοκός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распорка
-
15 штанга
1. тех. η (μεταλλική) ράβδος, η δοκός 2. спорт. (в тяжёлой атлетике) η μπάρα, (в футболе, гандболе и др.) το δοκάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штанга
-
16 балка
балка Iж стр. τό δοκάρι, ἡ δοκός, τό καδρόνι.балка IIж (овраг) ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
17 бревно
бревнос1. τό δοκάρι, ἡ δοκός, τό καδρόνι;2. перен; τό κούτσουρο, ὁ βλάκας. -
18 брус
брусм τό δοκάρι, ἡ δοκός:поперечный \брус τό μεσοδόκι, ἡ διάμεσος δοκός. -
19 δοκίς
(-ίδος) η см. δοκάρι[ον] -
20 beam
[bi:m] 1. noun1) (a long straight piece of wood, often used in ceilings.) δοκάρι2) (a ray of light etc: a beam of sunlight.) ακτίνα, δέσμη ακτίνων3) (the greatest width of a ship or boat.) πλάτος2. verb1) (to smile broadly: She beamed with delight.) λάμπω2) (to send out (rays of light, radio waves etc): This transmitter beams radio waves all over the country.) εκπέμπω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δοκάρι — το (AM δοκάριον) [δοκός] μεγάλη δοκός (για τη στήριξη στέγης, καταστρώματος πλοίου κ.λπ.) … Dictionary of Greek
δοκάρι — το μακρόστενο στήριγμα από ξύλο που το χρησιμοποιούν στις στέγες, τα πατώματα κ.α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
αντιστάτης — ο (AM ἀντιστάτης) νεοελλ. δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης μσν. δαίμονας, σατανάς (μσν. αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης αρχ. ξύλινο… … Dictionary of Greek
διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος … Dictionary of Greek
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek
πάτερο — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φορτοσίου. * * * και πατερό, το 1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής… … Dictionary of Greek
στρωτήρας — ο 1. δοκάρι στέγης. 2. σιδερένιο δοκάρι πάνω στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, τραβέρσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) … Dictionary of Greek
αγριελοδόκαρο — και αγριλοδόκαρο, το δοκάρι από ξύλο αγριελιάς … Dictionary of Greek