Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δοκάρι

  • 21 переруб

    α.
    1. κοπή, κόψιμο. || σφάξιμο σκότωμα.
    2. (διαλκ.) η δοκός, δοκάρι.

    Большой русско-греческий словарь > переруб

  • 22 подтоварник

    α.
    1. δοκάρι υπόστυλο.
    2. ξυλεία οικοδομική.

    Большой русско-греческий словарь > подтоварник

  • 23 порог

    α.
    1. το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι).
    2. ξέρα ποταμού.
    3. μτφ. τα πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)• κατώτατο όριο•

    порог слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας.

    εκφρ.
    за порог – από μέσα από το σπίτι (από το κατώφλι)•
    за -ом – έξω από το σπίτι•
    на порог не пускать кого – ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει•
    у -а – α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα• οσονούπω.

    Большой русско-греческий словарь > порог

  • 24 трахнуть

    ρ.σ.
    1. κροτώ, βροντώ• μπουμπουνίζω•

    далеко -ул выстрел μακριά βρόντηξε ντουφέκια•

    трахнуть из ружья τουφεκίζω, πυροβολώ.

    || τουφεκίζω, πυροβολώ.
    2. μ. χτυπώ δυνατά•, трахнуть кулаком по столу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τραπέζι.
    3. (απλ.) κινώ απότομα, γρήγορα• τραβώ•

    трахнуть за галстук τραβώ από τη γραβάτα•

    -ем туда πάμε γρήγορα προς τα κει.

    1. πέφτω με δυνατό κρότο, γδουπώ.
    2. χτυπώ, προσκρούω σε κάτι•

    трахнуть головой о перекладину χτυπώ το κεφάλι στο οριζόντιο δοκάρι.

    Большой русско-греческий словарь > трахнуть

  • 25 штанга

    θ.
    1. ράβδος μεταλλική.
    2. διαδοκίδα (δοκάρι) στο τέρμα του ποδοσφαιρικού γηπέδου. || αλτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > штанга

См. также в других словарях:

  • δοκάρι — το (AM δοκάριον) [δοκός] μεγάλη δοκός (για τη στήριξη στέγης, καταστρώματος πλοίου κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • δοκάρι — το μακρόστενο στήριγμα από ξύλο που το χρησιμοποιούν στις στέγες, τα πατώματα κ.α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάτης — ο (AM ἀντιστάτης) νεοελλ. δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης μσν. δαίμονας, σατανάς (μσν. αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης αρχ. ξύλινο… …   Dictionary of Greek

  • διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος …   Dictionary of Greek

  • μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… …   Dictionary of Greek

  • πάτερο — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φορτοσίου. * * * και πατερό, το 1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής… …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο 1. δοκάρι στέγης. 2. σιδερένιο δοκάρι πάνω στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, τραβέρσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

  • αγριελοδόκαρο — και αγριλοδόκαρο, το δοκάρι από ξύλο αγριελιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»