-
1 δογματικως
-
2 δογματικώς
-
3 δογματικῶς
-
4 ἀδόξαστος
ἀδόξαστος, ον,II Stoic, free from δόξα, not opining, Aristo Stoic.1.78, Pers.ib.102; refusing to form opinions, Timo ap. Aristocl. ap. Eus.PE14.18. Adv. -τως, opp. δογματικῶς, S.E.P.1.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδόξαστος
См. также в других словарях:
δογματικῶς — δογματικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… … Dictionary of Greek