-
1 δνοφερός
δνοφερόςdark: masc nom sg -
2 δνοφερός
1 gloomy “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.112 βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the underworld fr. 130. 2, ad Θρ. 7. -
3 δνοφερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δνοφερός
-
4 δνοφερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δνοφερός
-
5 δνοφερά
δνοφερόςdark: neut nom /voc /acc plδνοφερά̱, δνοφερόςdark: fem nom /voc /acc dualδνοφερά̱, δνοφερόςdark: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 δνοφερόν
δνοφερόςdark: masc acc sgδνοφερόςdark: neut nom /voc /acc sg -
7 δνοφεροί
δνοφερόςdark: masc nom /voc pl -
8 δνοφερή
δνοφερόςdark: fem nom /voc sg (epic ionic) -
9 δνοφερήν
δνοφερόςdark: fem acc sg (epic ionic) -
10 δνοφερώτερα
δνοφερόςdark: neut nom /voc /acc comp pl -
11 δνοφερώτερος
δνοφερόςdark: masc nom comp sg -
12 δνοφερών
-
13 δνοφερῶν
-
14 δνοφεράς
-
15 δνοφερᾶς
-
16 δνοφερή
-
17 δνοφερῇ
-
18 δνοφερής
-
19 δνοφερῆς
-
20 δνοφερήσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα … Dictionary of Greek
δνοφερός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερά — δνοφερός dark neut nom/voc/acc pl δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc/acc dual δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῶν — δνοφερός dark fem gen pl δνοφερός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερόν — δνοφερός dark masc acc sg δνοφερός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖο — δνοφερός dark masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖσι — δνοφερός dark masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροί — δνοφερός dark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερᾶς — δνοφερός dark fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῆς — δνοφερός dark fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῇ — δνοφερός dark fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)