-
61 караул
караул м η φρουρά, το κα ραούλι нести \караул κρατώ κα ραούλι, είμαι της φρουράς почётный \караул η τιμητική φρου ρά смена \караула η αλλαγή φρουράς* * *мη φρουρά, το καραούλιнести́ карау́л — κρατώ καραούλι, είμαι της φρουράς
почётный карау́л — η τιμητική φρουρά
сме́на карау́ла — η αλλαγή φρουράς
-
62 обмен
обмен м η ανταλλαγή· \обмен мнениями η ανταλλαγή γνωμών \обмен опытом η ανταλλαγή πείρας· \обмен делегациями η ανταλλαγή αντιπροσωπειών \обмен денег η αλλαγή χρημάτων ◇ \обмен веществ физиол. о μεταβολισμός* * *мη ανταλλαγήобме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών
обме́н о́пытом — η ανταλλαγή πείρας
обме́н делега́циями — η ανταλλαγή αντιπροσωπειών
обме́н де́нег — η αλλαγή χρημάτων
••обме́н веще́ств — физиол. ο μεταβολισμός
-
63 пересадка
пересадка ж 1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)· сделать \пересадка у αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) 2) мед. η μεταμόσχευση* * *ж1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)сде́лать переса́дку — αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
2) мед. η μεταμόσχευση -
64 поворот
поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή* * *м1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφήпра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή
на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου
3) перен. η αλλαγή, η καμπή -
65 веха
вех||аж1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού. -
66 изменение
изменениес (действие и результат) ἡ μεταβολή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή / ἡ μετατροπή, ἡ τροποποίηση [-ις] (видоизменение):·\изменение к лу́чшему (к ху́дшему) ἡ ἀλλαγή στό καλύτερο (στό χειρότερο)-впредь до \изменениеения μέχρι ἀλλαγής· вносить \изменениеения κάνω τροποποιήσεις. -
67 передислокация
передислокацияж воен. ἡ ἀλλαγή τόπου στρατοπεδεύσεως, ἡ ἀλλαγή τόπου καταυλισμοί). -
68 переквалификация
переквалифи||кацияж ἡ ἀλλαγή εἰδικότητας, ἡ ἀλλαγή ἐπαγγέλματος. -
69 перемена
переменаж1. ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή:\перемена обстановки ἡ ἀλλαγή τής κατάστασης· \перемена погоды ἡ μεταβολή τοῦ καιρού·2. (комплект белья, платья) ἡ ἀλλαξιά·3. школ. τό διάλειμμα -
70 поворот
поворотм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:\поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή. -
71 ломка
-и θ.1. σπάσιμο, θραύση, -ιμο, τσάκισμα.2. γκρέμισμα, κατεδάφιση, χάλασμα.3. εξόρυξη.4. αλλαγή•ломка характера αλλαγή χαρακτήρα.
|| αποβολή, απόρριψη, μη παραδοχή•старого быта απόρριψη του παλαιού τρόπου ζωής.
5. τόπος εξόρυξης•каменная ломка λατομείο, νταμάρι, πετροκοπειό•
мраморная ломка μαρμαρω-ρυχείο, νταμάρι.
6. μτφ. μεταρρύθμιση. -
72 отводка
-и θ.1. στρίψιμο, αλλαγή κατεύθυνσης. || απόκρουση, απώθηση• απομάκρυνση. || αποχέτευση, διοχέτευση, παροχέτευση. || πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.2. διακλάδωση. || (τεχ.) αλλαγή, μεταστροφή.3. βλ. отвод (9 σημ.). -
73 пересадка
-и θ.1. αλλαγή θέσης, μετάθεση, μεταφορά αλλού.2. μεταφύτευση.3. (ιατρ.) μεταμόσχευση•пересадка сердца μεταμόσχευση καρδιάς.
4. βάλσιμο, πέρασμα. || αλλαγή μεταφορικού μέσου σταθμός, στάση. -
74 флексия
-
75 καπηλικός
καπηλικός, zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προςαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσϑαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
-
76 απαλλαγη
ἥ1) освобождение, избавление(πόνων Aesch.; πεπρωμένης Soph.; τοῦ παντός Plat.; τυραννίδος Plut.)
2) прекращение(τοῦ πολέμου Thuc., Dem., Plut.)
3) развод4) отделение, расставание(τινος ἀπό τινος Plat.)
5) уход, отступление(τοῦ Αἰθίοπος, sc. ἐκ τῆς Αἰγύπτου Her.)
οὐχ οἱ ἦν ἀ. οὐδεμία Her. — он никак не мог уйти;ἥ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων Thuc. — (противники) отошли друг от друга6) (тж. ἀ. τοῦ βίου Xen.) кончина, смерть Diog.L. -
77 διαλλαγη
ἥ1) обмен, pl. торговля2) преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.3) рит. диаллага ( накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint. -
78 εναλλαγη
ἥ1) поворотκατ΄ ἐναλλαγήν Plat. — обратно, наоборот
2) грам. перемещение, перестановка(ἐ. στοιχείων ὡς τὸ «ἀρχων» ὄνομα γίνεται «Χάρων» Sext.)
-
79 εξαλλαγη
ἥ1) отступление, отклонение(τῶν εἰωθότων νομίμων Plat.)
2) изменение(ἐξαλλαγαὴ τῶν ὀνομάτων Arst.)
ἐξαλλαγέν λαμβάνειν Plut. — претерпевать изменение -
80 καταλλαγη
ἥ1) обмен, размен(νομισμάτων Arst.)
2) плата за размен, прибыль менялы Dem.3) тж. pl. примирение, мирное соглашение(τινος μετά τινος NT.)
πολέμου κ. Arph. — заключение мирного договора;καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα Dem. — заключить мирный договор с кем-л.;βαρεῖαι καταλλαγαί Aesch. — трудность примирения, непримиримость
См. также в других словарях:
ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)