-
1 διό-βολος
διό-βολος, dasselbe; κτύπος, Donner, Soph. O. C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 125.
-
2 διοβλής
διο-βλής, ῆτος, ὁ, u. διό-βλητος, ὁ, u. διό-βολος, vom Zeus, d. i. vom Blitze getroffen
См. также в других словарях:
διόβολος — διόβολος, ον (Α) (για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek