Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διὰ+σπουδῆς

  • 1 σπουδη

         σπουδή
        дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἥ
        1) поспешность, торопливость
        

    σ. τῆς ὁδοῦ Thuc. — ускоренный переход, форсированный марш;

        σπουδέν ἔχειν Her. — спешить, торопиться;
        σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. — поспешно, торопливо, быстро

        2) усердие, рвение, забота, старание, усилие
        σπουδέν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδέν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc.прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.;
        ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut.заботиться о чем-л.;
        ἄτερ σπουδῆς Hom. — без (всякого) усилия;
        σπουδῇ Plat. — усердно, изо всех сил;
        σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. — ревностно, усердно;
        ἐπὴ μεγάλης σπουδῆς Plat.с великим рвением

        3) стремление, порыв
        4) домогательство, погоня
        

    (σπουδαὴ ἐπ΄ ἀρχάς Plat.)

        κατὰ σπουδάς Arph. — в порядке протекции, благодаря проискам

        5) благосклонность, расположение, поддержка
        6) серьезность
        

    ἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. — серьезно, всерьез;

        σπουδέν ποιεῖσθαι Arph. — принимать всерьез;
        σπουδῇ παίζειν Xen. или χαριεντίζεσθαι Plat. — шутить с серьезным видом;
        ἐν τε παιδιαῖς καὴ ἐν σπουδαῖς Plat. — как в шутку, так и всерьез

    Древнегреческо-русский словарь > σπουδη

См. также в других словарях:

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»