-
1 διχώς
-
2 διχῶς
-
3 διχῶς
διχῶς, = δίχα, zwiefach; Aesch. Ch. 902.
-
4 διχως
Aesch., Arst. = δίχα I, 1 и 2 -
5 διχῶς
δῐχῶς, Adv. -
6 διχῶς
-
7 δίχως
-
8 δίχως
διχόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
9 δίχως
[дихос] κρόθ. безΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίχως
-
10 δίχως
[дихос] κρόθ. без. -
11 Δίχως έννοια αν περπατάς που και που θα σκουντουφλάς
• Если невнимательно ступать рано или поздно споткнешьсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δίχως έννοια αν περπατάς που και που θα σκουντουφλάς
-
12 Άρχοντας με δίχως βιός πεινασμένος ποντικός
• Что за честь, коли нечего есть• Дело не в личности, а в наличностиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άρχοντας με δίχως βιός πεινασμένος ποντικός
-
13 ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;
λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;
χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;
δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;
τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;
απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;
εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;
μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;
ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;
ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;
ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;
ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;
εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;
ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;
αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;
ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;
ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;
Федот, да не тот;2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;
ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;
ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;
2) другой; иной;κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;
καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;
ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;
ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;
φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;
σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;
ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;
ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;
ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;
ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;
ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;
ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;
ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;
ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;
ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;
б) в среднем;τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку
-
14 δοιός
δοιός, zwiefach, doppelt; Wurzel δFι-, verwandt δίς, δισσός, δύο; δοιός entstanden aus δFιός, das F übergegangen in ο, wie δοάν für δFάν; vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 204. 2, 146. Bei Homer öfters im plural., = zwei, δοιοί, δοιούς, δοιαί, δοιά, δοιοῖς, δοιοῖσι (ν), öfters auch in der Dualform δοιώ, welche Iliad. 24, 648 neutrum ist, στόρεσαν δοιὼ λέχε' ἐγκονέουσαι; singular nur einmal, das fem. δοιή substantivirt = der Zweifel, Iliad. 9, 230 ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσϑαι νῆας, Scholl. Herodian. ἐν δοιῇ: περισπαστέον· δοτικὴ γὰρ ἀκόλουϑος εὐϑείᾳ τῇ δοιός, οὗ τὸ ϑηλυκὸν δοιή. Das neutr. plural. δοιά steht adverbial = »auf zwiefache Art«, »in doppelter Hinsicht« Odyss. 2, 46, ἀλλ' ἐμὸν αύτοῠ χρεῖος, ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά· τὸ μέν, – νῠν δ' αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, Scholl. H. Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῦ διχῶς, Scholl. E ὁ μὲν Ἀριστοφάνης κακά πληϑυντικῶς γράφει, ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῠ διχῶς ἀκούει, Sckoll. B H M ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν: Ἀριστοφάνης ὅ μοι κακὰ ἔμπεσε· τὸ δὲ ὅ μοι ἀντὶ τοῠ ὅτι μοι, Scholl. M. ἐπειδὴ εἶπε κακὸν ἑνικῶς, ὡς λαμβανόμενος ἑαυτοῦ ἐπάγει οὐχ ἓν κακόν, ἀλλὰ δαο. – Folgende: Ant. Th. 41 (IX, 46) δοιῆς εὐτυχίης; Simm. 1 (VI, 113) δοιόν; – Call. Iov. 5 ἐν δοιῇ μάλα ϑυμός; Antagor. bei Diog. Laert. 4, 26 ἐν δοιῇ μοι ϑυμός; – Hes. O. 432 δοιὰ ἄροτρα; Pind. P. 4, 172 δοιοὶ ἀνέρες; N. 1, 44 δοιοὺς ὄφιας.
-
15 без
без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε* * *χωρίς, δίχωςбез исключе́ния — χωρίς εξαίρεση
без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία
без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε
-
16 задержка
задержка ж η καθυστέ ρηση без \задержкаи δίχως καθυ στέρηση* * *жη καθυστέρησηбез заде́ржки — δίχως καθυστέρηση
-
17 зачёт
зачёт м (в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση ( δίχως βαθμολόγηση) сдать \зачёты δίνω εξετάσεις* * *м( в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση (δίχως βαθμολόγηση) -
18 непременно
-
19 сомнение
сомнение с η αμφιβολία; без \сомнениея δίχως αμφιβολία; нет никакого \сомнениея... δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...* * *сη αμφιβολίαбез сомне́ния — δίχως αμφιβολία
нет никако́го сомне́ния... — δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...
-
20 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.
См. также в других словарях:
διχώς — διχῶς επίρρ. (Α) με δύο τρόπους, διττώς … Dictionary of Greek
δίχως — (Μ δίχως) 1. (προθ. με αιτ. ή γεν.) χωρίς 2. φρ. «το δίχως άλλο» οπωσδήποτε, εξάπαντος 3. (επίρρ. με το να ή το με) «έφυγε δίχως να μού πει λέξη», «με δίχως να τό ξέρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίχως προήλθε από συμφυρμό των αρχ. λ. διχώς και δίχα] … Dictionary of Greek
δίχως — πρόθ., χωρίς: Άνθρωπος δίχως οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχῶς — διχόω pres ind act 2nd sg (doric) διχῶς doubly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχως — διχόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αμαχητί — επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) [ἀμάχητος] δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας νεοελλ. δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek