-
1 колебание
колебание с (сомнение) о δισταγμός без \колебанией χωρίς δισταγμό* * *с( сомнение) ο δισταγμόςбез колеба́ний — χωρίς δισταγμό
-
2 нерешительность
жη αναποφασιστικότητα, ο δισταγμός; η διστακτικότητα ( колебание)быть в нереши́тельности — διστάζω
-
3 колебание
колеба||ниес1. ἡ ταλάντευση [-ις] / ὁ παλμός, ὁ κραδασμός (струны)! ἡ αἰώ-ρηση [-ις] (маятника)·2. перен (неустойчивость, изменчивость) ἡ διακύ-μανση [-ις]:\колебание цен ἡ διακύμανση τῶν τιμῶν3. перен (сомнение) ὁ δισταγμός, ἡ ταλάντευση [-ις]. -
4 нерешительность
нереши́тельн||остьж τό ἀναποφάσισ-τον, ἡ διστακτικότητα [-ης], ὁ ἐνδοιασμός, ὁ δισταγμός / ἡ ταλάντευση (при выборе)/ ἡ ἀμφιταλάντευση (при выборе из двух вещей):быть в \нерешительностьости διστάζω νά... -
5 раздумье
раздумьес1. (размышление) ἡ συλλογή, ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός:впасть в \раздумье πέφτω σέ συλλογή·2. (колебание) ὁ δισταγμός, ὁ ἐνδοιασμός:его́ взяло \раздумье ἄρχισε νά ἔχει ἐνδοιασμούς. -
6 стеснение
стеснени||ес1. (ограничение) ἡ στενοχώρια·2. (неловкость) ὁ δισταγμός:без \стеснениея χωρίς νά διστάζω· ◊ \стеснение в груди́ ἡ στενοχώρια στό στήθος. -
7 колебание
-я ουδ.1. κλόνιση, -μός• δόνηση, κραδασμός, ταλάντευση• παλμός. || ταλάντωση (ηλεκτρική).2. μτφ. διακύμανση, αστάθεια, αυξομείωση.3. μτφ. δισταγμός, ενδοιασμός, αμφιβολία. -
8 опасение
-я ουδ.φόβος, φοβία•вызвать προξενώ φόβο•
смотреть с -ем κοιτάζω φοβισμένα.
|| ανησυχία για κάτι, δισταγμός•опасение половина спасения παρμ. φύλαγε τα ρούχα σου για νά χεις τα μισά.
|| αποφυγή, προφύλαξη. -
9 сомнение
-я ουδ.1. αμφιβολία•вызывать -я γεννώ αμφιβολίες•
не оставлять -ий δεν αφήνω αμφιβολίες•
нет никакого -я δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.
2. δισταγμός, ενδοιασμός.εκφρ.без -я – κ. вне -я χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα,• без всякого -я κ. вне всякого -я χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, εκτός πάσης αμφιβολίας. -
10 стеснение
-я ουδ.1. σφίξη, -ιμο• πίεση• θλίψη• στρίμωγμα.2. περιορισμός.3. συνωστισμός.4. δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής. || σφίξιμο, βάρος στην καρδιά.5. δισταγμός,ενδοιασμός.
См. также в других словарях:
δισταγμός — doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek
δισταγμός — ο αναποφασιστικότητα λόγω αβεβαιότητας, ενδοιασμός: Ο δισταγμός του να μιλήσει ήταν ολοφάνερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δισταγμοῖς — δισταγμός doubt masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμοῦ — δισταγμός doubt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμῷ — δισταγμός doubt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμόν — δισταγμός doubt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… … Dictionary of Greek