-
1 δικάσαι
δικά̱σᾱͅ, δικάζωBis Acc.fut part act fem dat sg (doric)δικάζωBis Acc.aor inf actδικάσαῑ, δικάζωBis Acc.aor opt act 3rd sg -
2 δίκασαι
δικάζωBis Acc.aor imperat mid 2nd sg
См. также в других словарях:
δικάσαι — δικά̱σᾱͅ , δικάζω Bis Acc. fut part act fem dat sg (doric) δικάζω Bis Acc. aor inf act δικάσαῑ , δικάζω Bis Acc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκασαι — δικάζω Bis Acc. aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)