-
61 δικάζοντα
δικάζωBis Acc.pres part act neut nom /voc /acc plδικάζωBis Acc.pres part act masc acc sg -
62 δικάζοντι
δικάζωBis Acc.pres part act masc /neut dat sgδικάζωBis Acc.pres ind act 3rd pl (doric) -
63 δικάζου
δικάζωBis Acc.pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)δικάζωBis Acc.imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
64 δικάζουσι
δικάζωBis Acc.pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)δικάζωBis Acc.pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
65 δικάζουσιν
δικάζωBis Acc.pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)δικάζωBis Acc.pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
66 δικάσαντα
δικάζωBis Acc.aor part act neut nom /voc /acc plδικάζωBis Acc.aor part act masc acc sg -
67 δικάσατε
δικάζωBis Acc.aor imperat act 2nd plδικάζωBis Acc.aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
68 δικάσσατε
δικάζωBis Acc.aor imperat act 2nd plδικάζωBis Acc.aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
69 δικάσεται
δικάζωBis Acc.aor subj mid 3rd sg (epic)δικάζωBis Acc.fut ind mid 3rd sg -
70 δικάσετε
δικάζωBis Acc.aor subj act 2nd pl (epic)δικάζωBis Acc.fut ind act 2nd pl -
71 δικάσομαι
δικάζωBis Acc.aor subj mid 1st sg (epic)δικάζωBis Acc.fut ind mid 1st sg -
72 δικάσομεν
δικάζωBis Acc.aor subj act 1st pl (epic)δικάζωBis Acc.fut ind act 1st pl -
73 δικάσοντα
δικάζωBis Acc.fut part act neut nom /voc /acc plδικάζωBis Acc.fut part act masc acc sg -
74 δικάσσαι
δικάζωBis Acc.aor inf actδικάσσαῑ, δικάζωBis Acc.aor opt act 3rd sg -
75 δίκαζε
δικάζωBis Acc.pres imperat act 2nd sgδικάζωBis Acc.imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
76 δίκαζον
δικάζωBis Acc.imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)δικάζωBis Acc.imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
77 δεδικακέναι
δικάζωBis Acc.perf inf act -
78 δεδικακότας
δικάζωBis Acc.perf part act masc acc pl -
79 δεδικακότων
δικάζωBis Acc.perf part act masc /neut gen pl -
80 δεδικακώς
δικάζωBis Acc.perf part act masc nom /voc sg
См. также в других словарях:
δικάζω — Bis Acc. pres subj act 1st sg δικάζω Bis Acc. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — δικάζω, δίκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
δικάζω — δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος 1. κρίνω κάποιον ως δικαστής, βγάζω απόφαση κρίσης: Όλοι κάποια μέρα θα δικαστούμε για τα έργα της ζωής μας. 2. καταδικάζω κάποιον: Δικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδικασμένα — δικάζω Bis Acc. perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζεσθε — δικάζω Bis Acc. pres imperat mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζετε — δικάζω Bis Acc. pres imperat act 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind act 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζῃ — δικάζω Bis Acc. pres subj mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσι — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσιν — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσσει — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)