-
1 διενεχθήναι
-
2 διενεχθῆναι
См. также в других словарях:
διενεχθῆναι — διαφέρω carry over aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διενεχθήναι
2 διενεχθῆναι
διενεχθῆναι — διαφέρω carry over aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)