-
41 διέκπλοος
A passage, τῶν βραχέων through the shallows, Hdt.4.179;δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν Id.7.36
, cf. Pl. Criti. 115e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέκπλοος
-
42 διεκπλώω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπλώω
-
43 διεκπνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπνέω
-
44 διεκπνοή
διεκ-πνοή, ἡ,II ventilation-hole, Ph.Bel.87.4 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπνοή
-
45 διεκπονέω
A work out, calculate, Gal.19.529; prob. for -ποιέω, ib.531.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπονέω
-
46 διεκπορεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπορεύομαι
-
47 διεκπτύω
A spit all about, Philostr.Im.2.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπτύω
-
48 διέκπτωσις
A issue, of nerves from the spine, Gal.8.57.II passage through a sieve, of powders, Id.11.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέκπτωσις
-
49 διεκρέω
A flow out,ὅκως ἀθρόως δ. τὸ αἷμα Aret.CA2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκρέω
-
50 διέκροος
διέκ-ροος, ὁ,A passage for the stream to escape, Hdt.7.129.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέκροος
-
51 διεκτείνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτείνω
-
52 διεκτελέστερον
διεκ-τελέστερον· ἀκριβέστερον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτελέστερον
-
53 διεκτελέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτελέω
-
54 διεκτέλλω
A arise, grow from, Nic.Fr.74.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτέλλω
-
55 διεκτέμνω
A divide through the midst, v. l. in J.BJ3.10.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτέμνω
-
56 διεκτετραίνω
A gloss on διεκπαίω, Hsch.; - τετρημένος v.l. for διατετρ-, Heliod. ap. Orib.49.23.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτετραίνω
-
57 διεκτρέχω
A traverse, Ph.Bel.77.36;ὁππότ' ἂν.. ἠέλιος Κριὸν.. διεκτρέχῃ Orph.Fr.285.5
: abs., sally, rush out, J.AJ5.2.11;κυνὸς διεκδραμόντος Plu.2.490d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτρέχω
-
58 διέκτρησις
A hole bored quite through, Gal.UP10.5 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέκτρησις
-
59 διεκτρυπάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτρυπάω
-
60 διεκτυλόω
A remove a callus, Sor.1.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκτυλόω
См. также в других словарях:
διέκ — out through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα … Dictionary of Greek
διέξ — διέκ out through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διέξ — βλ. διέκ … Dictionary of Greek